-
1 θρηνολάλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρηνολάλος
См. также в других словарях:
νευρολάλος — νευρολάλος, ον (Α) αυτός που ηχεί με νευρά ή σαν νευρά («χορδή νευρολάλος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + λάλος (< λαλῶ), πρβλ. θρηνο λάλος] … Dictionary of Greek
νυκτιλάλος — ο (Α νυκτιλάλος, ον) αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτα («νυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος)] … Dictionary of Greek
φοιβηλάλος — ον, Α 1. αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς τού Φοίβου 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Φοιβηλάλος η Πυθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος). Το η τού τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών] … Dictionary of Greek
φοιβολάλος — ον, Μ φοιβηλάλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος)] … Dictionary of Greek
χρησμολάλος — ον, Α χρησμολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος)] … Dictionary of Greek