-
1 θρεπτός
A slave bred in the house, Lys.Fr. 215 S., Pherecr.125, LXXEs.2.7, IPE12.709 (Olbia, ii B.C.), POxy.298.46 (i A.D.), etc.; οἱ θ. καὶ αἱ θ. Inscr.Cos131; also of adopted foundlings, τὴν ἰδίαν θ. SIG 1210 ([place name] Calymna), Plin.Ep.ad Traj.65, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρεπτός
См. также в других словарях:
υδατοθρέμμων — ον, Α (για ψάρι) αυτός που τρέφεται και αυξάνεται μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + θρέμμων (< θ. θρέπ τού τρέφω, πρβλ. θρεπ τός + κατάλ. μων), πρβλ. βιο θρέμμων, ολβο θρέμμων] … Dictionary of Greek
χιονοθρέμμων — ον, Α χιονοβοσκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + θρέμμων (< θ. θρεπ τού τρέφω [πρβλ. θρεπ τός] + κατάλ. μων), πρβλ. ὑδατο θρέμμων] … Dictionary of Greek
φάκτον — (I) τὸ, Α πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. factum «έργο, πράξη, πεπραγμένο»]. (II) τὸ, Α δοχείο μέτρησης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.. λ., η οποία απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή pakoto και η οποία θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ρίζα τού επιθ … Dictionary of Greek