-
1 θραύσμα
-
2 θραῦσμα
-
3 θραῦσμα
-ατος τό N 3 15-0-0-0-2=17 Lv 13,30.31(bis).32(bis)destruction (of pers.) Jdt 13,5; break, lesion (in the skin), patch where the hair has fallen out (of leprosy) Lv 13,30Cf. BARBER 1968, 72; HARLÉ 1988, 138; →LSJ Suppl; LSJ RSuppl -
4 θραῦσμα
III the best kind of ἀμμωνιακόν, Dsc.3.84.IV fracture, Hippiatr.74 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θραῦσμα
-
5 θραύσμα
1) fragment2) shard3) splinterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θραύσμα
-
6 θραυσμάτων
θραῦσμαscab: neut gen pl -
7 θραύσμασι
θραῦσμαscab: neut dat pl -
8 θραύσμασιν
θραῦσμαscab: neut dat pl -
9 θραύσματα
θραῦσμαscab: neut nom /voc /acc pl -
10 θραύσματι
θραῦσμαscab: neut dat sg -
11 θραύσματος
θραῦσμαscab: neut gen sg -
12 θραύματ'
θραύματα, θραῦμαfragment: neut nom /voc /acc plθραύματι, θραῦμαfragment: neut dat sgθραύματε, θραῦμαfragment: neut nom /voc /acc dualθραύ̱ματα, θραῦσμαscab: neut nom /voc /acc plθραύ̱ματι, θραῦσμαscab: neut dat sgθραύ̱ματε, θραῦσμαscab: neut nom /voc /acc dual -
13 θραυμάτων
θραῦμαfragment: neut gen plθραῡμάτων, θραῦσμαscab: neut gen pl -
14 θραύμα
-
15 θραῦμα
-
16 θραύμασιν
θραῦμαfragment: neut dat plθραύ̱μασιν, θραῦσμαscab: neut dat pl -
17 θραύματα
θραῦμαfragment: neut nom /voc /acc plθραύ̱ματα, θραῦσμαscab: neut nom /voc /acc pl -
18 θραυστός
A frangible, brittle, Ti.Locr.99c, Thphr.HP5.3.6; capable of being broken down,πύργος D.C.36.18
. Asclep. ap. Gal.14.698, S.E.P.3.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θραυστός
-
19 θραῦμα
IV metaph.,θραύματ' ἐμοὶ κλύειν A.Ag. 1166
(lyr.). (Cf. θραῦσμα.) -
20 φύραμα
A that which is mixed or kneaded, dought, Mnesim.4.11 (anap.), Arist.Pr. 929a25, LXXEx.8.3 (7.28), 12.34, al., Ep.Gal.5.9, Ep.Rom.9.21, al.; in brewing, PTeb.401.27 (i A. D.); generally, paste,κονίας καὶ βολβίτου φ. Gp.15.2.8
;καλάμου Dsc.1.55
; opp. θραῦσμα, Id.3.84: metaph., of the human frame as a mixture, compound, Ph.1.184, M.Ant.7.68.2 generally, mixture,σύμμιγμα καὶ φ. ἀέρος καὶ πυρός Plu.2.922a
, etc.: in pl., cements, ib.811c.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θραῦσμα — scab neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσμα — το (ΑΜ θραῡσμα) [θραύω] κομμάτι που έχει αποσπαστεί από σκληρό σώμα με θραύση, σύντριμμα, θρύψαλο («θραύσμα οβίδας») αρχ. 1. (για τη λέπρα) η εφελκίδα* 2. (στον Διοσκ.) το καλύτερο είδος τού αμμωνιακού κόμμεως 3. κάταγμα … Dictionary of Greek
θραύσμα — το, ατος κομμάτι από κάτι σπασμένο: Τραυματίσθηκε από θραύσμα χειροβομβίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θραυσμάτων — θραῦσμα scab neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσμασι — θραῦσμα scab neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσμασιν — θραῦσμα scab neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσματα — θραῦσμα scab neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσματι — θραῦσμα scab neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύσματος — θραῦσμα scab neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… … Dictionary of Greek
θραύματ' — θραύματα , θραῦμα fragment neut nom/voc/acc pl θραύματι , θραῦμα fragment neut dat sg θραύματε , θραῦμα fragment neut nom/voc/acc dual θραύ̱ματα , θραῦσμα scab neut nom/voc/acc pl θραύ̱ματι , θραῦσμα scab neut dat sg θραύ̱ματε , θραῦσμα scab neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)