-
1 θραυσ-άντυξ
θραυσ-άντυξ, υγος, Rad zerbrechend, Ar. Nubb. 1246.
-
2 θραυσάντυξ
θραυσ-άντυξ, υγος, Rad zerbrechend -
3 θραυσαντυξ
- ῠγος adj. ломающий колесаὦ τύχαι θραυσάντυγες ἵππων ἐμῶν! Arph. — о, судьба, сломавшая колеса моей колесницы!