Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θρασύμητις

См. также в других словарях:

  • θρασύμητις — θρασύμητις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) ο θρασυμήδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μήτις «σύνεση, σκέψη»] …   Dictionary of Greek

  • θρασύμητις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»