Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θρασέως

См. также в других словарях:

  • θρασέως — θρασύς bold adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • напрасно — (90) нар. 1. Неожиданно, внезапно, вдруг: въпросиша о пока˫авъшиихъсѧ. и напрасно ѹмьръшиихъ. Изб 1076, 248 об.; Ѥгда на поли льтьстьмь. сто˫аше кънѧже борисе. напрасно пристѹпиша орѹжьници незнаѥми. Стих 1156–1163, 106 об.; и абиѥ напрасно… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… …   Dictionary of Greek

  • λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… …   Dictionary of Greek

  • Ο, ο — (αρχαία ελληνικά ου και μεταγενέστερα ο μικρόν). Το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό ajin (μάτι), το οποίο διαλεκτικά προφερόταν δη. Η παράσταση του σημιτικού ajin ήταν Ο και αυτό το σχήμα είχε γενικά, με… …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՆԴԳՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0324 Chronological Sequence: 6c, 8c մ. θρασέως, προπέτως audacter, arroganter, temere, temerarie. Յանդգնութեամբ. յանդուգն օրինակաւ. յոխորտաբար. յախուռն. յահուր. համարձակ. անխորհրդաբար. *Զբազում ամօթով յառաջ մատուցեալն՝ յանդգնաբար ոտամբ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»