-
1 θρασύ-μητις
θρασύ-μητις, Ἄρης, dasselbe, Leon. Al. 19 (VI, 324).
-
2 θρασυμήδης
θρασυ-μήδης, ες, u. θρασύ-μητις, kühngesinnt
См. также в других словарях:
θρασύμητις — θρασύμητις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) ο θρασυμήδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μήτις «σύνεση, σκέψη»] … Dictionary of Greek