-
1 küstah
θρασύς, αυθάδης, αναιδής -
2 дерзкий
-
3 Bold
adj.Brave: P. and V. ἀνδρεῖος, ἀγαθός, θρασύς, τολμηρός, εὔψυχος, Ar. and V. ἄλκιμος (rare P.), V. εὔτολμος, εὐθαρσής (also Xen.), θρασύσπλαγχνος, ταλαίφρων, τλήμων, εὐκάρδιος, P. θαρσαλέος; see Fearless.Bold of speech: V. θρασύστομος, ἐλευθερόστομος.Be bold in speech, v.: V. θρασυστομεῖν, ἐλευθεροστομεῖν, ἐξελευθεροστομεῖν, P. παρρησιάζεσθαι .Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bold
-
4 Hasty
adj.P. and V. ταχύς, Ar. and P. ὀξύς, V. λαιψηρός, κραιπνός, σπερχνός, Ar. and V. θοός, ὠκύς; see Swift.Hurried, quickly finished: P. and V. ταχύς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hasty
-
5 резкий
1. (действующий, проявляющийся с большой силой) οξύς, δυνατός, ισχυρός 2. (слишком яркий, чересчур сильный) έντονος 3. (грубо очерченный, чётко обозначенный) αδρός 4. (внезапный и очень значительный) απότομος 5. (порывистый, быстрый) απότομος, σφοδρός 6. (грубый, дерзкий) αυθάδης, θρασύς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резкий
-
6 дерзкий
дерзк||ийприл1. (непочтительный, наглый) θρασύς, αὐθάδης, ἀναιδής, προ-πέτης:\дерзкий ответ ἡ ἀναιδής ἀπάντηση· \дерзкийая выходка ἡ αὐθάδεια· \дерзкий мальчишка τό παληόπαιδο·2. (смелый) τολμηρδς, ριψοκίνδυνος. -
7 наглец
нагл||ецм ὁ θρασύς, ὁ αὐθάδης, ὁ ἀναιδής, ὁ ξετσίπωτος. -
8 наглый
нагл||ыйприл θρασύς, Ιταμός, αὐτάδης, ξετσίπωτος:\наглыйая ложь τό ξετσίπωτο ψέμα. -
9 нахальный
нахал||ьныйприл αὐθάδης, θρασύς, ἀναιδής. -
10 presumptuous
adjective (impolitely bold.) θρασύς,αυθάδης -
11 наглый
[νάγκλυϊ] εκ. αυθάδης, θρασύς -
12 наглый
[νάγκλυϊ] επ αυθάδης, θρασύς -
13 бедовый
επ.θαρραλέος, τολμηρός, θρασύς, διάβολος. -
14 дерзкий
επ., βρ:, зок, -зка, -зко.1. αυθάδης, θρασύς, ιταμός, αναιδής• ανάγωγος•дерзкий мальчишка ανάγωγο παιδί, παλιόπαιδο•
дерзкий ответ αυθάδικη απάντηση•
-ая выходка αυθάδεια, θρασύτητα.
2. τολμηρός, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απόκοτος. -
15 наглец
-а α.αυθάδης, θρασύς, προπετής, ι-τιμός. -
16 наглый
επ., βρ: нагл, нагла, наглоαυθάδης, θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος• ιταμός. -
17 нахал
-а α. -ка, -и θ.αναιδής, αδιάντροπος, ξεδιάντροπος• αυθάδης, θρασύς, προπέτης, ιταμός. -
18 нахальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαυθάδης, -δικός, θρασύς• προκλητικός• αδιάντροπος, ξεδιάντροπος, αναίσχυντος. -
19 нахрапистый
επ., βρ: -пист, -а, -о (απλ.) αυθάδης, αναιδής, θρασυς. -
20 обнаглеть
ρ.σ. αυθαδιάζω, γίνομαι θρασύς.
См. также в других словарях:
θρασύς — bold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
θρασύς, -εία, -ύ — αναιδής, αυθάδης: Θρασύς μαθητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρασέα — θρασύς bold neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θρασέᾱ , θρασύς bold fem nom/voc/acc dual (epic ionic) θρασύς bold fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυτάτων — θρασύς bold fem gen pl θρασύς bold masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυτέρων — θρασύς bold fem gen pl θρασύς bold masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυτέρως — θρασύς bold adverbial θρασύς bold masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύ — θρασύς bold masc voc sg θρασύς bold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύτατον — θρασύς bold masc acc sg θρασύς bold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύτερον — θρασύς bold masc acc sg θρασύς bold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασειᾶν — θρασύς bold fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)