-
1 θρασυ-χειρία
θρασυ-χειρία, ἡ, Kühnheit mit der Faust, Poll. 2, 148.
-
2 θρασυχειρία
θρασυ-χειρία, ἡ, Kühnheit mit der Faust
См. также в других словарях:
καθαροχειρία — καθαροχειρία, ἡ (Μ) το να έχει κάποιος χέρια καθαρά και αγνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + χειρία (< χειρ < χείρ), πρβλ. θρασυ χειρία, πολυ χειρία] … Dictionary of Greek