-
1 θρασυ-ξενία
θρασυ-ξενία, ἡ, Keckheit eines Fremden, Plat. Legg. XI, 879 e.
-
2 θρασυξενία
θρασυ-ξενία, ἡ, Keckheit eines Fremden
См. также в других словарях:
θρασυξενία — θρασυξενία, ἡ (Α) το υπερβολικό θάρρος ξένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + ξενία (< ξένος), πρβλ. φιλο ξενία] … Dictionary of Greek