-
1 верующий
-
2 верующий
верующий1. прил πιστός, θρήσκος·2. ж ὁ πιστός, ὁ θρήσκος. -
3 благочестивый
благо||чести́выйприл εὐσεβής, εὐλαβής, θρήσκος. -
4 релнгиозный
релнгиозн||ыйприл θρησκευτικός, θρήσκος, θεοσεβής:\релнгиозныйый обряд ἡ θρησκευτική τελετή· \релнгиозныйый культ τό θρήσκευμα. -
5 godliness
noun θεοσεβής, θρήσκος -
6 religious
1) (of religion: religious education; a religious leader/instructor.) θρησκευτικός2) (following the rules, forms of worship etc of a religion: a religious man.) θρήσκος, ευλαβής -
7 верующий
[βιέρουγιουστσιΐ] επ. πιστός, θρήσκος -
8 верующий
[βιέρουγιουστσιϊ] επ πιστός, θρήσκος -
9 благочестивый
επ.(γραπ. λόγος) θρήσκος, θρησκόληπτος, ευσεβής, θεοφοβούμενος. -
10 богомол
-а α.1. προσκυνητής, λάτρης. || πελεγρίνος, χατζής.2. η μάντιδα, μάντις, μάντης ο θρήσκος ή αλογάκι της Παναγίας (ορθόπτερο έντομο). -
11 верить
ρ.δ.1. (σε τι) πιστεύω•верить в победу πιστεύω στη νίκη•
верить в торжество справедливости πιστεύω στον θρίαμβο της δικαιοσύνης•
верить в Бога πιστεύω στο Θεό.
2. είμαι θρήσκος•-ил, когда я был маленьким πίστευα, όταν ήμουν μικρός.
3. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη•верить другу έχω εμπιστοσύνη στο φίλο.
εκφρ.верить на слово – πιστεύω (εχω εμπιστοσύνη) στο λόγο•не верить своим глазам ή ушам – δεν πιστεύω στα μάτια μου, στ’ αυτιά μου (για κάτι απροσδόκητο).πιστεύω, έχω εμπιστοσύνη•-ится с трудом είναι δυσκολοπίστευτο, δυσκολεύομαι να το πιστέψω•
мне не -ится εγώ δεν το πιστεύω.
-
12 верующий
1. μτχ. ενστ. του ρ. веровать.2. ουσ. θρήσκος. -
13 праведник
-а α.-ца, -ы θ.1. ευλαβής, θρήσκος, θεοφοβούμενος.2. μτφ. δίκαιος, φιλοδίκαιος. -
14 праведный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. ευ-ευλαβής, θεοσεβής, θεοφοβούμενος, θρήσκος•-ая жизнь θρησκευτική ζωή (κατά τους θρησκευτικούς κανόνες).
2. δίκαιος, σωστός, αληθινός, ειλικρινής•праведный судья δίκαιος δικάστης.
-
15 religious
1) θρησκευόμενος2) θρησκευτικός3) θρήσκος
См. также в других словарях:
θρῆσκος — religious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρήσκος — α, ο (ΑΜ θρῆσκος, ον, θηλ. και α) ο οπαδός θρησκείας ο οποίος πιστεύει στα δόγματα ή στις θρησκευτικές αρχές και μετέχει ταχτικά στη θρησκευτική ζωή αρχ. ο δεισιδαίμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκεύω, υποχωρητ.] … Dictionary of Greek
θρήσκος — α, ο αυτός που εκτελεί με ευλάβεια τα θρησκευτικά του καθήκοντα: Είναι πολύ θρήσκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ετερόθρησκος — η, ο (Μ ἑτερόθρησκος) ο αλλόθρησκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θρήσκος, πρβλ. ά θρησκος, αλλό θρησκος] … Dictionary of Greek
θρησκεύω — (ΑΜ θρησκεύω) 1. νεοελλ. (μέσ. θρησκεύομαι) εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, πιστεύω στα δόγματα τής θρησκείας και μετέχω στα μυστήρια ή στις τελετές μσν. αρχ. 1. θεωρώ ως ιερό, λατρεύω 2. πιστεύω, αποδέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφόσον το επίθ. θρήσκος … Dictionary of Greek
θρησκώδης — θρησκώδης, ες (Α) [θρήσκος] ο θρήσκος … Dictionary of Greek
μιαρόθρησκος — μιαρόθρησκος, ον (Α) οπαδός μιαρής θρησκείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + θρῆσκος (πρβλ. φιλό θρησκος)] … Dictionary of Greek
ομόθρησκος — η, ο (ΑΜ ὁμόθρησκος, ον) αυτός που έχει την ίδια θρησκεία με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θρῆσκος (πρβλ. ετερό θρησκος)] … Dictionary of Greek
θρήσκω — θρή̱σκω , θρῆσκος religious masc/fem/neut nom/voc/acc dual θρή̱σκω , θρῆσκος religious masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθρησκος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει θρησκεία ή θρησκευτική πίστη, ο άθεος 2. αυτός που παραμελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ο μη θρησκευόμενος, ο μη ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θρήσκος. ΠΑΡ. αθρησκία] … Dictionary of Greek
αλλόθρησκος — η, ο αυτός που ανήκει σε άλλη θρησκεία ή θρησκευτικό δόγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + θρήσκος] … Dictionary of Greek