-
1 θρέπτειρα
θρέπτειραfem nom /voc sg -
2 θρέπτειρα
AΔίκη θ. πολήων Opp.H.2.680
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρέπτειρα
-
3 θρέπτειρ'
θρέπτειρα, θρέπτειραfem nom /voc sgθρέπτειραι, θρέπτειραfem nom /voc pl -
4 θρέπτειραι
θρέπτειραfem nom /voc pl -
5 θρέπτειραν
θρέπτειραfem acc sg -
6 βιοθρέπτειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιοθρέπτειρα
-
7 θρέπτρα
θρέπ-τρα (A), τά,=Aθρεπτήριος 111.2
,οὐδὲ τοκεῦσι θ. φίλοις ἀπέδωκε Il.4.478
, 17.302; θρέπτα is dub. in Epigr.Gr.442.4 (ii A.D.), Q.S.11.89, Hsch.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρέπτρα
См. также в других словарях:
θρέπτειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέπτειρ' — θρέπτειρα , θρέπτειρα fem nom/voc sg θρέπτειραι , θρέπτειρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέπτειραι — θρέπτειρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέπτειραν — θρέπτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρέπτειρα — ἡ, Μ αυτή που τρέφει πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρέπτειρα (< θ. θρεπ τού έθρεψα, αόρ. τού τρέφω), πρβλ. βιο θρέπτειρα] … Dictionary of Greek
θρέπτρα — (I) θρέπτρα, ἡ (Α) τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θρεπτήρ αντί θρέπτειρα]. (II) θρέπτρα, τὰ (Α) 1. η αμοιβή που έδιναν οι γονείς για την ανατροφή τών παιδιών τους 2. η ανταμοιβή τών γονέων από τα παιδιά τους για την ανατροφή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω… … Dictionary of Greek
θρεπτήρ — θρεπτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. θρέπτειρα (Α) [τρέφω] αυτός που ανατρέφει … Dictionary of Greek
παντοθρέπτειρα — ἡ, Μ αυτή που τρέφει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + θρέπτειρα, θηλ. του θρεπτήρ] … Dictionary of Greek