Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θουραῖος

См. также в других словарях:

  • θουραίος — θουραῑος, αία, ον (Α) [θούρος] (κατά τον Ησύχ.) βίαιος, ορμητικός, ασελγής, λάγνος …   Dictionary of Greek

  • θουράς — θουράς, ἡ (Α) [θούρος] μετγ. θηλ. τού θουραίος* …   Dictionary of Greek

  • θουρήεις — θουρήεις, εσσα, εν (Α) βλ. θουραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θούρος + επίθημα –ήεις (πρβλ. βομβ ήεις, ολβ ήεις, φθογγ ήεις] …   Dictionary of Greek

  • θούρος — θοῡρος, ον, θηλ. και θοῡρις (Α) 1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός 2. (στην Ιλ.) επίθετο τού θεού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θορ Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ είν τού θρώσκω* είτε ως μεταπλασμός θ. σε υ: *θόρ υς (πρβλ. μανός < *μαν F ός,… …   Dictionary of Greek

  • θουραίην — θουράω rush pres opt act 1st sg θουραῖος violent fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»