Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θορυβωδῶς

См. также в других словарях:

  • θορυβωδῶς — θορυβώδης uproarious adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναθορυβώ — ( έω) (Α ἀναθορυβῶ) [θορυβῶ] κάνω θόρυβο, επιδοκιμάζω κάτι θορυβωδώς, επικροτώ κραυγάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θορυβῶ] …   Dictionary of Greek

  • αναμπάμπουλα — και αναμπούμπουλα και αλαμπάμπουλα επίρρ. 1. χωρίς τάξη, άτακτα, όπως τύχει 2. απερίσκεπτα 3. αμέριμνα, ατάραχα, ήρεμα 4. αντίξοα, «ανάποδα», άβολα 5. (για ανώμαλες καταστάσεις) φύρδην μίγδην, άνω κάτω 6. θορυβωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Το… …   Dictionary of Greek

  • αναμυχθίζομαι — ἀναμυχθίζομαι (Α) στενάζω βαθιά, οδύρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μυχθίζω «ξεφυσώ θορυβωδώς με κλειστό το στόμα από αγωνία ή πάθος»] …   Dictionary of Greek

  • αρμασίδουπος — ἁρμασίδουπος, ον (Α) αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το άρμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμασι (τ. τοπικής πληθ.) + δούπος «θόρυβος»] …   Dictionary of Greek

  • βαβάκτης — βαβάκτης, ο (AM) 1. αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο) 2. χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική ομάδα των βαβάζω, βαβαί, βάβακος, βάζω κ.ά., ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • εισκωμάζω — εἰσκωμάζω (Α) εισέρχομαι θορυβωδώς ως θίασος κωμαζόντων, εισορμώ ξαφνικά …   Dictionary of Greek

  • εκθροώ — ἐκθροῶ ( έω) (AM) μσν. εκφοβίζω αρχ. 1. ανακοινώνω θορυβωδώς, διατυμπανίζω, διαφημίζω 2. παθ. αναπηδώ έντρομος …   Dictionary of Greek

  • επευφημώ — (AM ἐπευφημῶ, έω) μσν. νεοελλ. εκφράζω με ζητωκραυγές επιδοκιμασία ή αφοσίωση αρχ. μσν. 1. επιδοκιμάζω θορυβωδώς, δίνω τη συγκατάθεσή μου («ἔνθ ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ αἰδεῑσθαι θ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.) 2. εγκωμιάζω, εξυμνώ αρχ. 1. εύχομαι… …   Dictionary of Greek

  • επιρροίβδην — ἐπιρροίβδην (Α) επίρρ. με ορμητική επίθεση και θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. επιρροίβδην αντί επιρροιβδήδην (επί + ροιβδηδόν «θορυβωδώς»), με συλλαβική ανομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • ηχηρός — και ηχερός, ή, ό 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή») 2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός 3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»