-
1 θορυβεί
θορυβέωmake a noise: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)θορυβέωmake a noise: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
2 θορυβεῖ
θορυβέωmake a noise: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)θορυβέωmake a noise: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
3 θορύβει
θορυβέωmake a noise: pres imperat act 2nd sg (attic epic)θορυβέωmake a noise: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
4 θορυβέω
θορυβέω, Geräusch machen, lärmen, bes. von dem verworrenen Lärmen großer Menschenmassen; Ar. Equ. 664; οἱ οἰκέται τῶν Μήδων, ἅτε τῶν δεσποτῶν ἀπεληλυϑότων, ἀνειμένως καὶ ἔπιον καὶ ἐϑορὺβουν Xen. Cyr. 4, 5, 8; Ar. Vesp. 622 ἢν γοῦν ἡμεῖς ϑορυβήσωμεν, πᾶς τίς φησι τῶν παριόντων, οἷον βροντᾷ τὸ δικαστήριον; bes. seinen Unwillen durch Murren u. Geschrei zu erkennen geben, καταγελῶσι καὶ ϑορυβοῦσι Plat. Prot. 319 c, μὴ ϑορυβεῖτε Apol. 21 a, ἐφ' οἷς ἂν λέγω 30 c; öfter bei den Rednern; πρός τινα, Thuc. 6, 61; selten Aeußerung des Beifalls, ταῦτ' εἰπόντος αὐτοῦ οὐκ ἐϑορύβησαν, ὃ ποιεῖν εἰώϑασι πᾶσι τοῖς χαριέντως διειλεγμένοις Isocr. 12, 264; ib. 233 ὁ λόγος ἐπῃνημένος καὶ τεϑορυβημένος, mit Beifall aufgenommen; Plat. Euthyd. 303 b ἐϑορύβησαν καὶ ἥσϑησαν. Durch Lärmen stören, übh. in Unordnung bringen, verwirren, außer Fassung bringen, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν ϑορυβεῖ Soph. Ai. 164, im pass., wie Her. 4, 130; eine Schlachtordnung, Thuc. 3, 78; οἱ ϑορυβούμενοι, im Ggstz zu den εὐτάκτως καὶ σιωπῇ ἰόντες, Xen. Cyr. 5, 3, 55; ὄχλος ϑορυβούμενος Matth. 9, 23; μηδέ τις λόγος ἡμᾶς ϑορυβείτω Plat. Phaedr. 245 b; ἀγωνιῶντα καὶ τεϑορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων Lys. 210 e; ἐκπεπληγμένοι καὶ τεϑορυβημένοι ἦσαν Charm. 154 c; μηδὲν τὸ παράπαν δεδιότα μηδὲ ϑορυβούμενον στρατηγόν Legg. I, 640 b; Sp., ϑορυβηϑεὶς πρὸς ταῦτα Plut. Camill. 29.
-
5 ἀβουσκολεῖ
ἀβουσκολεῖ· θορυβεῖ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀβουσκολεῖ
-
6 ἄβα
Meaning: τροχὸς η βοή H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The latter to ipf. αὖε `called'. Further cf. ἀβήρει ᾄδει and ἀβέσσει ἐπιποθεῖ, θορυβεῖ H.; lastly ἄβωρ meaning βοή. Most doubtful. Cf. αὑδή, ἀείδω.Page in Frisk: 1,2Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄβα
-
7 κολοσυρτός
Grammatical information: m.Meaning: `noisy rabble, tumult, uproar' (Il., Hes., Ar.).Derivatives: κολοσυρτεῖ θορυβεῖ, ταράσσει H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The similarly built κονιορτός, ἁμαξιτός, βουλυτός a. o. (s. vv. and Chantraine Formation 303f.) make an anaalysis κολο-συρ-τός most prob. So it is a compound of σύρειν (Suid. s. v.) and an unexplained first member (by L. Meyer and Prellwitz connected with κολῳός `screeching', or κολοφών, κολωνός, by Wood ClassPhil. 16, 66f. with κέλομαι etc.).Page in Frisk: 1,904Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κολοσυρτός
См. также в других словарях:
θορυβεῖ — θορυβέω make a noise pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) θορυβέω make a noise pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβει — θορυβέω make a noise pres imperat act 2nd sg (attic epic) θορυβέω make a noise imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήσκιωμα — το [ησκιώνω] 1. (κυρίως για δέντρα και φυτά) η σκιά 2. ο τόπος που σκιάζεται («κάθεται στο ήσκιωμα») 3. μτφ. συμβάν, κατάσταση, διάθεση που θορυβεί, ανησυχεί, θλίβει την ψυχή 4. συνεκδ. ψυχική ανησυχία, θλίψη, μελαγχολία 5. η πνευματική ή ψυχική… … Dictionary of Greek
αλυχτώ — ( άω) 1. υλακτώ, γαβγίζω 2. φωνάζω, βρίζω 3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀλυκτῶ* ΙΙ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ … Dictionary of Greek
ασίγητος — η, ο (AM ἀσίγητος, ον) [σιγώ] 1. αυτός που ποτέ δεν μένει σιωπηλός, αυτός που πάντα θορυβεί 2. ο αδιάκοπος … Dictionary of Greek
δημοθόρυβος — δημοθόρυβος, ον (Α) αυτός που θορυβεί στη συγκέντρωση τού δήμου, που αναστατώνει τον λαό … Dictionary of Greek
κελαηδώ — και κελαϊδώ και κιλαηδώ και κελαδώ, έω και άω (ΑΜ κελαδῶ, έω, Α επικ. τ. κελάδω, Μ και κιλαδῶ) (για πτηνά) τραγουδώ, ψάλλω νεοελλ. μσν. μτφ. (για ανθρώπους) 1. φλυαρώ ευχάριστα 2. τραγουδώ ή ηχώ χαρούμενα 3. αυθαδιάζω μσν. αντηχώ αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
λάλος — ο (AM λάλος, ον, Α ποιητ. τ. λαλιός, ά, όν και λαλόεις, εσσα, εν) 1. φλύαρος, πολυλογάς, πολύ ομιλητικός («ἵνα μὴ φαίνωμαι βαρὺς τῷ κράτει σου καὶ λάλος», Πρόδρ.) 2. αυτός που θορυβεί, που παράγει μονότονο ήχο, θορυβώδης, ηχηρός («το λάλο… … Dictionary of Greek
μελετητικός — ή, ό (ΑM μελετητικός, ή όν) [μελετώ] μελετηρός αρχ. 1. (γενικά) αυτός που μπορεί να μελετά, που μπορεί να ασκείται σε κάτι με προθυμία και επιμέλεια 2. (ειδικά) αυτός που είναι επιτήδειος στη ρητορική άσκηση 3. αυτός ο οποίος θρηνεί και θορυβεί… … Dictionary of Greek
νυκτίβρομος — νυκτίβρομος, ον (Α) αυτός που θορυβεί, που τραγουδάει κατά τη νύχτα («νυκτιβρόμου σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βρόμος «θόρυβος»] … Dictionary of Greek
παταγώ — έω, Α [πάταγος] 1. κάνω πάταγο, εκπέμπω ισχυρό κρότο («παταγεῑ δ εὐρεία θάλασσα», Θεόκρ.) 2. (για πτηνά) κρώζω, κραυγάζω θορυβωδώς («ὁ κόττυφος ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῡ δὲ χειμῶνος παταγεῑ», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τα δόντια) τρίζω 4. κάνω κάτι … Dictionary of Greek