-
81 θολών
θολόςmud: masc gen plθολόωmake turbid: pres part act masc voc sg (doric aeolic)θολόωmake turbid: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)θολόωmake turbid: pres part act masc nom sgθολόωmake turbid: pres inf act (doric) -
82 θολῶν
θολόςmud: masc gen plθολόωmake turbid: pres part act masc voc sg (doric aeolic)θολόωmake turbid: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)θολόωmake turbid: pres part act masc nom sgθολόωmake turbid: pres inf act (doric) -
83 θόλω
-
84 θόλῳ
-
85 tholus
tholus, ī, m. (θόλος), I) die Kuppel, das Kuppeldach, Vitr. u.a. – In den tholis der Tempel wurden die Weihgeschenke aufgehängt, s. die Ausleger zu Verg. Aen. 9, 408. – II) meton. = ein Gebäude mit einer Kuppel, die Rotunde, der Dom, Varro r.r. 3, 5, 12: Caesareus, der kaiserliche Palast. Mart. 2, 59, 2: tholi balnearum, Badegewölbe (= laconica, s. laconicum unter Laco), Amm. 28, 4, 9; vgl. Claud. edyll. 6, 59. -
86 τρούλος
-
87 canopy
['kænəpi]plural - canopies; noun(a covering hung over a throne, bed etc or (on poles) as a shelter.) ουρανός, θόλος (κρεβατιού, θρόνου) -
88 cloudy
1) (full of, having, or covered with clouds: It is a bit cloudy today.) συννεφιασμένος2) (not clear: a cloudy photograph/memory.) θολός -
89 dome
-
90 fuzzy
1) (covered with fuzz: fuzzy material.) χνουδωτός2) (indistinct; blurred; not clear: The television picture was fuzzy.) θαμπός, θολός -
91 купол
[κούπαλ] ουσ. α. θόλος -
92 небосвод
[νιμπασβότ] ουσ. а. ουράνιος θόλος -
93 свод
[σβότ] ουσ. α θόλος -
94 купол
[κούπαλ] ουσ α θόλος -
95 небосвод
[νιμπασβότ] ουσ α ουράνιος θόλος -
96 свод
[σβότ] ουσ α θόλος -
97 балдахин
-а α.ημικυκλικός ουρανός κλίνης. || θόλος αμαξιού, θρόνου κ.τ.τ., κουβούκλιο. -
98 глава
-ы, πλθ. -ы θ.1. παλ. κεφάλι, -ή ανθρώπου ή ζώου. || μτφ. κορυφή (βουνού ή δέντρου).2. τρούλος, θόλος, κούπες εκκλησίας.3. αρχηγός, διοικητής, ο ανώτερος, ο επικεφαλής•глава правительства ο πρωθυπουργός•
глава семьи ο αρχηγός της οικογένειας•
глава партии ο αρχηγός του κόμματος•
глава делегации ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας.
εκφρ.во -е – επικεφαλής•ставить во -у угла – βάζω στην κορυφή (προτιμώ).-ы, πλθ. -ы θ. κεφάλαιο βιβλίου. -
99 замутить
-учу, -утишьρ.σ.μ.1. θολώνω•замутить воду θολώνω το νερό.
2. μτφ. συγχύζω, ταράσσω, ανησυχώ.3. αρχίζω να θολώνω.εκφρ.он и воды не -ит – αυτός δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (είναι τελείως άκακος).1. θολώνω•вода -лась το νερό θόλωσε.
|| θαμπώνω, γίνομαι θαμπός.2. παλ. στασιάζω.3. αρχίζω να θολώνω, να γίνομαι θολός.εκφρ.в глазах -лось – θόλωσαν (θάμπωσαν) τα μάτια. -
100 купол
-а α., πλθ. -а α. θόλος, τρούλος;μτφ. κάθε θολοειδές αντικείμενο.
См. также в других словарях:
θολός — mud masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόλος — round building with conical roof fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… … Dictionary of Greek
θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… … Dictionary of Greek
θόλος — ο 1. ημισφαιρική οροφή κτιρίου, τρούλος: Ο θόλος αποτελεί το πιο βασικό γνώρισμα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. 2. κυκλικό κτίριο στην αρχαία Ελλάδα: Θόλος της Επιδαύρου. 3. «ουράνιος θόλος», ουρανός· «θόλος του κρανίου», κοίλωμα του κρανίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θολός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι διαυγής: Θολό νερό. – Θολό κρασί. 2. θαμπός: Θολό τζάμι. 3. σκοτεινός: Θολός ουρανός. 4. φρ., «Ψαρεύει στα θολά», ενεργεί ύποπτα. ο μελάνι που χύνουν οι σουπιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δόμος ή θόλος — Τεκτονική γεωλογική μορφή, με σχήμα περίπου ημισφαιρικό. Οφείλει τη γένεσή της σε ορισμένους σχηματισμούς πετρωμάτων, που παρουσιάζουν αρκετά υψηλή πλαστικότητα και χαμηλή πυκνότητα, όπως, για παράδειγμα, το αλάτι και τα αλατοφόρα στρώματα. Οι… … Dictionary of Greek
Κάτω Θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 163 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Νέστου, 43 χλμ. ΒΑ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρανεστίου … Dictionary of Greek
θολιάζω — [θολός] (λαϊκ. τ.) θολώνω, θολαίνω … Dictionary of Greek
θολοῖς — θολός mud masc dat pl θολόω make turbid pres opt act 2nd sg θολόω make turbid pres subj act 2nd sg θολόω make turbid pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολοί — θολός mud masc nom/voc pl θολόω make turbid pres subj mp 2nd sg θολόω make turbid pres ind mp 2nd sg θολόω make turbid pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)