См. также в других словарях:
μουσιάτωρ — μουσιάτωρ, ορος, ὁ (Μ) εργάτης μωσαϊκού ψηφοθετήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + κατάλ. άτωρ (πρβλ. θοιν άτωρ, ποιν άτωρ)] … Dictionary of Greek
μουσιάτωρ — μουσιάτωρ, ορος, ὁ (Μ) εργάτης μωσαϊκού ψηφοθετήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + κατάλ. άτωρ (πρβλ. θοιν άτωρ, ποιν άτωρ)] … Dictionary of Greek