-
1 θοινατηρ
- ῆρος ὅ устроитель пираχαλεπὸς θ. Aesch. — жестокий хозяин (т.е. Атрей, хитростью заставивший брата своего Тиеста отведать мяса собственных сыновей)
-
2 θοινατωρ
См. также в других словарях:
θοινατήρ — θοινατήρ, ῆρος, ὁ (Α) [θοινώ] αυτός που παρέχει συμπόσιο («χαλεπὸς θοινατήρ» κύριος φοβερού συμποσίου, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
θοινάτωρ — θοινάτωρ, ορος, ὁ (Α) θοινατήρ*, συμποσιαστής, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο, ο ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θοινώ + επίθημα τωρ (πρβλ. γενέ τωρ, ευπά τωρ, συνδαί τωρ)] … Dictionary of Greek
θοινατήριον — θοινατήριον, τὸ (Α) [θοινατήρ] θοίνη*, ευτυχία, συμπόσιο («στήσω πετεινοῑς γυψί θοινατήριον», Ευρ.) … Dictionary of Greek
θοινατῆρος — θοινᾱτῆρος , θοινατήρ one who gives a feast masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)