-
1 θλίψη
[-ις (-εως)] η1) печаль, огорчение; скорбь;με μεγάλη μας θλίψη αγγέλλομε... — или μετά μεγάλης θλίψεως αγγέλλομεν... — с глубокой скорбью извещаем...;
2) траур;3) сжимание, сдавливание -
2 θλίψη
θλί̱ψη, θλῖψιςpressure: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————θλί̱ψῃ, θλίβωsqueeze: aor subj mid 2nd sgθλί̱ψῃ, θλίβωsqueeze: aor subj act 3rd sgθλί̱ψῃ, θλίβωsqueeze: fut ind mid 2nd sgθλί̱ψηι, θλῖψιςpressure: fem dat sg (epic) -
3 θλίψῃ
Βλ. λ. θλίψη -
4 θλίψη
[тлипси] ουσ θ печаль, грусть. -
5 θλίψη
жалоcтГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > θλίψη
-
6 θλίψη
1) affliction2) chagrin3) douleur -
7 θλίψη
1) boleść (f) rzecz.2) smutek (m) rzecz.3) strapienie (n) rzecz.4) zmartwienie (n) rzecz. -
8 θλίψη
1) bolest2) hoře3) utrpení4) žal5) zármutek -
9 θλίψη
1) distress2) griefΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θλίψη
-
10 utrpení
θλίψη -
11 boleść
θλίψη -
12 strapienie
θλίψη -
13 keder
θλίψη, λύπη, στενοχώρια, οδύνη -
14 kederlenme
θλίψη, λύπη, στενοχώρια -
15 teessür
θλίψη, συγκίνηση -
16 üzgünlük
θλίψη, λύπη, στενοχώρια -
17 üzülme
θλίψη, βαλάντωμα -
18 прискорбие
-я ουδ.παλ. θλίψη, λύπη, άλγος•душевное прискорбие θλίψη της ψυχής, ψυχικό άλγος•
к -ю моему για δική μου θλίψη•
с -ем με θλίψη, με λύπη.
-
19 горе
-
20 грусть
См. также в других словарях:
θλίψη — η 1. λύπη, στενοχώρια: Έχω μεγάλη θλίψη. – Νιώθω θλίψη. 2. πένθος: Έχουν θλίψη για το θάνατο του γιου τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θλίψη — και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) [θλίβω] 1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα 2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια νεοελλ. 1. στείψιμο, ξεζούμισμα 2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση… … Dictionary of Greek
θλίψη — θλί̱ψη , θλῖψις pressure fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλίψῃ — θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze aor subj mid 2nd sg θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze aor subj act 3rd sg θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze fut ind mid 2nd sg θλί̱ψηι , θλῖψις pressure fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
θλιβερός — και χλιβερός ή, ό (Μ θλιβερός, ά, όν) (νεοελλ. μσν.) 1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα») 2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.) 3. αυτός… … Dictionary of Greek
Xylina Spathia — Infobox musical artist | Name = Xylina Spathia Landscape = no Img capt = Giati o dromos einai alithia, hilia ki ena paramythia, einai to spiti mas, den ehei telos ... Background = group or band Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre … Wikipedia
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek