Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

θιασεύω

См. также в других словарях:

  • θιασεύω — (Α) [θίασος] 1. μυώ σε θίασο* 2. μετέχω σε βακχικές τελετουργίες 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ θιασεύοντες οι βακχευτές, οι πανηγυριστές τών εορτών προς τιμήν τού Βάκχου …   Dictionary of Greek

  • θιασευόντων — θιασεύω initiate into the pres part act masc/neut gen pl θιασεύω initiate into the pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασευέτω — θιασεύω initiate into the pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασεῦσαι — θιασεύω initiate into the aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασεύειν — θιασεύω initiate into the pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασεύεται — θιασεύω initiate into the pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθιασεύοντα — σύν θιασεύω initiate into the pres part act neut nom/voc/acc pl σύν θιασεύω initiate into the pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθιάσευσ' — ἐθιάσευσα , θιασεύω initiate into the aor ind act 1st sg ἐθιάσευσε , θιασεύω initiate into the aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… …   Dictionary of Greek

  • θιασεία — θιασεία, ἡ (Α) [θιασεύω] πανηγυρική πομπή θιάσου …   Dictionary of Greek

  • συνθιασεύω — A συνθιασιτεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θιασεύω «μετέχω σε βακχικές τελετουργίες» (< θίασος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»