Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

θητικός

См. также в других словарях:

  • θητικός — θητικός, ή, όν (Α) [θης] 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους θήτες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θητικόν α) οι θήτες*, η τάξη τών θητών β) ο φόρος που πλήρωναν οι θήτες γ) (σε εκστρατεία) επιμελητές στρατοπέδων 3. όμοιος με θήτα, δουλικός …   Dictionary of Greek

  • θητικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητικά — θητικός of neut nom/voc/acc pl θητικά̱ , θητικός of fem nom/voc/acc dual θητικά̱ , θητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητικωτέρων — θητικός of fem gen comp pl θητικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητικῶν — θητικός of fem gen pl θητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητικόν — θητικός of masc acc sg θητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητικοῖς — θητικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητικοί — θητικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητικοῦ — θητικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητικήν — θητικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητικῶς — θητικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»