-
1 Θησεύς
Θησεύςmasc nom sg -
2 Θησεύς
Θησεύς son of Poseidon, king of Athens. test., v. Ἀμαζών fr. 174, Πειρίθοος fr. 175, Δημοφῶν fr. 176. Tryph. (Rhet. Gr. 3. 202. 30 Speng.) Πίνδαρος δὲ ἐποίησε καὶ γαμβρὸν τοῖς Διοσκούροις Θησέα εἶναι βουλόμενον (Calderini: - ενος codd.: < ἁρπασθεῖσαν τὴν Ἑλένην διαφυλάξαι> add. Schr.) ἐς ὃ ἀπελθεῖν αὐτὸν Πειρίθῳ τὸν λεγόμενον γάμον ξυμπράξοντα fr. 258 ad fr. 243. -
3 Θησεύς
-
4 Θησεύς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Θησεύς
-
5 Θησεύς
Grammatical information: m.Meaning: son of Aigeus and Aithra, king of Athens (Il.).Dialectal forms: Myc. teseuDerivatives: Θησηΐς f. `belonging to Th.' (A.), Θησεῖον `Th.-temple' (Ar.), Θησεῖδαι pl. `Th.-suns' = `Athenians' (S. in lyr.); on the deriv. Debrunner Άντίδωρον 32f. θήσειον plant name `Léontice leontopetalum' (Thphr. HP VII, 12,2), s S. Amigues, RPh. LXXV (2001)143.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Pre-Greek PN without etymology. Quite uncertain hypotheses in Boßhardt Die Nomina auf - ευς 137 and Carnoy Le Muséon 67, 360. S. Ramat, VII Congr. Internaz. Scienze Onom. 1961, 3, 268-271, Ruijgh, Lingua 28 (1971) 170Page in Frisk: 1,673Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Θησεύς
-
6 Θησέω
Θησεύςmasc acc sg (epic ionic)Θησεύςmasc gen sg (epic ionic) -
7 Θησέες
Θησεύςmasc nom /voc pl (epic ionic) -
8 Θησέος
Θησεύςmasc gen sg (epic ionic) -
9 Θησείς
-
10 Θησεῖς
-
11 Θησέως
Θησέω̆ς, Θησεύςmasc gen sgΘησεύςmasc nom sg (epic ionic) -
12 Θησήα
-
13 Θησῆα
-
14 Θησήι
-
15 Θησῆι
-
16 Θησήος
-
17 Θησῆος
-
18 Θησεί
-
19 Θησεῖ
-
20 Θησεύ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Θησεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θησέας ή Θησεύς — Μυθολογικός ήρωας της Αττικής, ο σημαντικότερος μετά τον Ηρακλή. Ήταν γιος του βασιλιά της Αθήνας, Αιγέα (σύμφωνα με άλλον μύθο του Ποσειδώνα), και της Αίθρας, κόρης του Πιτθέα, βασιλιά της Τροιζήνας, ο οποίος τον ανέθρεψε. Σε ηλικία δεκαέξι ετών … Dictionary of Greek
Θησεῖς — Θησεύς masc acc pl Θησεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θησέω — Θησεύς masc acc sg (epic ionic) Θησεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Тезей — (θησεύς) греческий герой и царь афинский, сын афинского царя Эгея (или Посейдона) и Эфры (Αίθρα), дочери Пелопида Питфея, царя Трезены. Питфей воспитал его, Хирон учил охоте, а Коннид был его путеводителем, почему афиняне последнему накануне… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Θησεῖ — Θησεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θησεῦ — Θησεύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θησῆα — Θησεύς masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θησῆι — Θησεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θησῆος — Θησεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θησέες — Θησεύς masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)