-
1 hazine
θησαυρός -
2 trésor
θησαυρός -
3 poklad
θησαυρός -
4 treasure
θησαυρός -
5 skarb
θησαυρός -
6 сокровище
-
7 treasure
['treʒə] 1. noun1) (a store of money, gold, jewels etc: The miser kept a secret hoard of treasure; ( also adjective) a treasure chest.) θησαυρός2) (something very valuable: Our babysitter is a real treasure!) θησαυρός2. verb1) (to value; to think of as very valuable: I treasure the hours I spend in the country.) θεωρώ (κάτι) πολύτιμο, εκτιμώ εξαιρετικά2) (to keep (something) carefully because one values it: I treasure the book you gave me.) προσέχω σαν τα μάτια μου•- treasurer -
8 Treasure
subs.P. and V. θησαυρός, ἡ, V. θησαύρισμα, τό, κειμήλιον, τό.The long-buried treasure of the sons of Priam: V. χρυσοῦ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες (Eur., Hec. 1002).met.. P. and V. θησαυρός, ἡ, V. κειμήλιον, τό.Money: P. and V. χρήματα, τά, πλοῦτος, ὁ.Of a beloved object: use V. φάος, τό, φῶς, τό; see Darling.——————v. trans.Value highly: P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι; use vulue.Be treasured up: P. ἀποκεῖσθαι.A man who has father and mother treasured up in his house: P. πατὴρ... ὅτῳ καὶ μητὴρ... ἐν οἰκίᾳ κεῖνται κειμήλιοι (Plat., Leg. 931A).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Treasure
-
9 дно
дн||ос ὁ πάτος, ὁ πυθμήν, ὁ πυθμέ·.№> с ὁ πυθμένας, ὁ πυθμήν, ὁ βυθός, ὁ π?'θ.:\дно моря ὁ βυθός (или ὁ πυθμένας) "№ασσας· \дно реки ἡ κοίτη τοῦ πο-™Μ· „. бутылки (бочки) ὁ πάτος τοῦ ^«κώιοῦ (τοῦ βαρελιού)· \дно колодца ὁ ὑμένας χοθ πηγαδιοῦ· с двойным \дном οἰπατος, μέ δυό πυθμένες· опрокинуть ?еР· \дном ἀναποδογυρίζω· ◊ золотое \дно ™.№»ωρυχεῖο, ὁ θησαυρός· пить до №Щщ ὡς τόν πάτο· идти ко дну βου-^Щ πηγαίνω στον πάτο, βυθίζομαι· пустить корабль ко дну́ βουλιάζω τό ΚΕ-ραΡν перевернуть все вверх \дном ἀνα· °?Ρίζω τά πάντα, τά κάνω ἄνω κάτω. -
10 драгоценность
драгоценн||остьж τό πολύτιμο[ν] κόσμημα, τό διαμαντικό (ювелирное изделие)! τό πολύτιμο[ν] πράγμα (ценная вещь)Ι ὁ θησαυρός (сокровище). -
11 клад
кладм ὁ θησαυρός. -
12 находка
нахо́д||каж τό εὔρημα, τό κελεπούρι / ὁ θησαυρός (о человеке):бюро́ \находкаοκ γρα-φεῖον ἀπολεσθέντων ἀντικειμένων. -
13 сокровище
сокровищ||ес прям., перен ὁ θησαυρός. -
14 thesaurus
[Ɵi,so:rəs](a book which gives information (eg a dictionary or encyclopedia) especially one which lists words according to their meanings.) θησαυρός, λεξικό συνωνύμων -
15 клад
[κλάτ] ουσ. α. θησαυρός -
16 клад
[κλάτ] ουσ. α. θησαυρός -
17 сокровище
[σακρόβιστσιε] ουσ ο. θησαυρός -
18 клад
[κλάτ] ουσ α θησαυρός -
19 клад
[κλάτ] ουσ α θησαυρός -
20 сокровище
[σακρόβιστσιε] ουσ ο θησαυρός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θησαυρός — store masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
θησαυρός — ο 1. πολλά πλούτη: Θησαυροί του Κροίσου. – Κέρδισε ολόκληρο θησαυρό. 2. χρήματα ή πολύτιμα αντικείμενα που βρίσκονται κάπου κρυμμένα: Ανακάλυψε θησαυρό. 3. πλούτος πνευματικών ή ηθικών αγαθών: Θησαυρός γνώσεων ή σοφίας. 4. άνθρωπος ανώτερος, με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θησαυρός της ελληνικής γλώσσης — Τίτλος πολύτομου λεξικού της ελληνικής γλώσσας, που έγραψε και δημοσίευσε το 1572 ο γνωστός Γάλλος φιλόλογος και εκδότης Ανρί Ετιέν, γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Ερρίκος Στέφανος. Περιλαμβάνει περισσότερες από 100.000 λέξεις (πολλές από… … Dictionary of Greek
θησαυροῖο — θησαυρός store masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυροῖς — θησαυρός store masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυροῖσι — θησαυρός store masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυροί — θησαυρός store masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυροῦ — θησαυρός store masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρούς — θησαυρός store masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρέ — θησαυρός store masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)