-
1 θησαυρισμός
θησαυρισμός, ὁ, das Einsammeln u. Aufbewahren; χρημάτων Arist. pol. 1, 8; Theophr.
-
2 θησαυρισμος
-
3 θησαυρισμός
θησαυρισμόςlaying up in store: masc nom sg -
4 θησαυρισμός
θησαυρισμός, ὁ, das Einsammeln u. Aufbewahren -
5 θησαυρισμός
θησαυρ-ισμός, ὁ,A laying up in store, , cf. Phld.Oec.p.71 J.; preservation, keeping,ὀσμῶν Thphr.Od.14
, cf. HP8.11.1; θ. φαντασιῶν, definition of memory, Zeno Stoic.1.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θησαυρισμός
-
6 ἀπο-θησαυρισμός
ἀπο-θησαυρισμός, ὁ, das Aufbewahren, D. Sic.
-
7 θησαυρισμόν
θησαυρισμόςlaying up in store: masc acc sg -
8 κίναθος
κίναθος, ὁ, nach Phot. lez. ϑησαυρισμός.
-
9 αποθησαυρισμος
-
10 θησαύριση
[-ις (-εως)] η, θησαύρισμα τό, θησαύρισμός ο1) обогащение, накапливание денег, сокровищ; стяжательство; 2) сбор, коллекционирование (слов, пословиц и т. п.) -
11 θησαυρισμού
-
12 θησαυρισμοῦ
-
13 κιναθισμός
A = θησαυρισμός, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναθισμός
-
14 ἀποθησαυρισμός
-
15 θησαυρός
Grammatical information: m.Meaning: `treasury, magazine, receptacle' (Hes.).Compounds: Compp., e. g. θησαυρο-φύλαξ `guard of a θ.' (hell.).Derivatives: θησαυρικός `belonging to the θ.' (pap.), θησαυρώδης `full of treasures' (Philostr.); θησαυρίζω `preserve, collect' (IA) with θησαύρισμα `preserved, provision, treasure' (Demokr., trag.), θησαυρισμός `preserving' (Arist., Thphr.), - ιστής `who preserves' (Poll.) with - ιστικός (Arist.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: No etymology, prob. technical loan word. Interpreted as "Wasserniederlage" (Muller Mnemos. 53, 446f.: θησ-αυρ-ός; cf. on ἄναυρος) s. Kretschmer Glotta 16, 194f. Acc. to E. Maaß RhM 74, 235ff. from θη- `set' and αὔρα `air'; criticism by Kretschmer l. c. - Lat. loan thēsaurus, thēsaurizō. - No doubt Pre-Greek. The word suggests - arʷ-o-.Page in Frisk: 1,673Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θησαυρός
-
16 κινάθισμα
Grammatical information: n.Derivatives: κιναθισμός `id.' (Phot.); from κιναθίζειν ἰδιάζειν, ἀποθησαυρίζειν κατὰ μικρὸν συλλέγοντα. ἔνιοι μινυρίζειν καὶ κινεῖν H. κίναθος θησαυρισμός Phot., κιναθίας κρυπτός H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Uncertain; for the first syllable cf. κινυρός. Not to κῑνέω because of the short ι. Prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,853-854Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κινάθισμα
См. также в других словарях:
θησαυρισμός — laying up in store masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρισμός — ο (Α θησαυρισμός) [θησαυρίζω] το να θησαυρίζει, να αποταμιεύει, να φυλάει κανείς κάτι, θησαύριση αρχ. διατήρηση, συγκράτηση («θησαυρισμὸς ὀσμῶν», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
θησαυρισμός — ο πλουτισμός: Κατηγορήθηκε για παράνομο θησαυρισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θησαυρισμοῦ — θησαυρισμός laying up in store masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρισμόν — θησαυρισμός laying up in store masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγερμός — Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό. * * * ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω] νεοελλ. βλ. Λαογρ. αρχ. 1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών 2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει,… … Dictionary of Greek
ՀԱՄԲԱՐԱՆՈՑ — (ի, աց.) NBH 2 0025 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 13c գ. ἁποθήκη repositorium θησαυρισμός cellarium. Տեղի համբարաց. շտեմարան. մթերանոց. գանձարան. ամպար. *Որոց ոչ գոն շտեմարանք, եւ ոչ համբարանոցք. Ղկ. ՟Ժ՟Բ. 24: *Լռեմ զմրջեանց ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)