Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θησαυρικός

См. также в других словарях:

  • θησαυρικός — θησαυρικός, ή, όν (Α) [θησαυρός] 1. θησαυριστικός, αποταμιευτικός, αυτός που έχει τη συνήθεια να αποταμιεύει 2. ο αναφερόμενος στον θησαυρό, δηλαδή στη δημόσια αποθήκη σιτηρών 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θησαυρικόν φόρος για την αποθήκευση σιταριού στη …   Dictionary of Greek

  • θησαυρικῶν — θησαυρικός of the public granary fem gen pl θησαυρικός of the public granary masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρικούς — θησαυρικός of the public granary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»