-
1 θηρ-αγρευτής
θηρ-αγρευτής, ὁ, dasselbe, Sp.
-
2 θηραγρέτης
θηρ-αγρέτης, ὁ, u. θηρ-αγρευτής, ὁ, Wildfänger, Jäger
См. также в других словарях:
θηραγρευτής — θηραγρευτής, ὁ (Μ) θηραγρέτης, κυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + αγρευτής (< αγρεύω)] … Dictionary of Greek