-
1 θηρατικος
31) охотничий, служащий для охотыθηρατικὰ σημεῖα Plut. — следы дичи
2) любящий охотиться или искусный в охоте(νεανίσκοι Plut.)
-
2 θηρᾱτικός
θηρᾱτικός, zur Jagd gehörig, Plut. u. A.; τὰ ϑηρατικὰ τῶν φίλων, Künste, Freunde zu gewinnen, Xen. Mem. 2, 6, 33; – jagdlustig, Plut. sol. an. 2.
-
3 θηρᾱτικός
θηρᾱτικός, zur Jagd gehörig; τὰ ϑηρατικὰ τῶν φίλων, Künste, Freunde zu gewinnen; jagdlustig -
4 θηρατικός
θηρᾱτικός, θηρατικόςgiven by the hunter: masc nom sg -
5 θηρατικός
Aθηρεντικός, σκύλακες Ph.1.628
(s.v.l.), cf. Gal.Protr.6;ἔργα Ael.NA14.5
; θ. σημεῖα signals given by the hunter, Plu.2.593b; θ. φόρος tax for game-licence, dub. in PSI3.222 (iii A.D.).3 fond of hunting, Plu.2.0a, 965b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρατικός
-
6 θηρατικά
θηρᾱτικά, θηρατικόςgiven by the hunter: neut nom /voc /acc plθηρᾱτικά̱, θηρατικόςgiven by the hunter: fem nom /voc /acc dualθηρᾱτικά̱, θηρατικόςgiven by the hunter: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 θηρατικών
θηρᾱτικῶν, θηρατικόςgiven by the hunter: fem gen plθηρᾱτικῶν, θηρατικόςgiven by the hunter: masc /neut gen pl -
8 θηρατικῶν
θηρᾱτικῶν, θηρατικόςgiven by the hunter: fem gen plθηρᾱτικῶν, θηρατικόςgiven by the hunter: masc /neut gen pl -
9 θηρατικόν
θηρᾱτικόν, θηρατικόςgiven by the hunter: masc acc sgθηρᾱτικόν, θηρατικόςgiven by the hunter: neut nom /voc /acc sg -
10 θηρευτικός
θηρευτικός, = ϑηρατικός, z. B. κύνες Ar. Pl. 157; Plat. Rep. V, 459 a; ἡ ϑ., die Jagdkunst, Polit. 289 a, wie τὸ ϑηρευτικόν Soph. 221 b; vgl. Euthyd. 290 b.
-
11 θηρατική
-
12 θηρατικῇ
-
13 θηρατικής
-
14 θηρατικῆς
-
15 θηρατικαίς
-
16 θηρατικαῖς
-
17 θηρατικαί
θηρᾱτικαί, θηρατικόςgiven by the hunter: fem nom /voc pl -
18 θηρατικοίς
-
19 θηρατικοῖς
-
20 θηρατικού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θηρατικός — θηρατικός, ή, όν (Α) [θηρατής] 1. κυνηγετικός 2. (για τα ίχνη που αφήνουν τα ζώα) αυτός που ανήκει στα θηρία, στα ζώα («θηρατικὰ σημεῑα», Πλάτ.) 3. μτφ. κατάλληλος για το κυνήγι ή για την προσέλκυση («τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων» τα τεχνάσματα με τα… … Dictionary of Greek
θηρατικός — θηρᾱτικός , θηρατικός given by the hunter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικά — θηρᾱτικά , θηρατικός given by the hunter neut nom/voc/acc pl θηρᾱτικά̱ , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc/acc dual θηρᾱτικά̱ , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικῶν — θηρᾱτικῶν , θηρατικός given by the hunter fem gen pl θηρᾱτικῶν , θηρατικός given by the hunter masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικόν — θηρᾱτικόν , θηρατικός given by the hunter masc acc sg θηρᾱτικόν , θηρατικός given by the hunter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατήριος — θηρατήριος, ία, ον (Α) [θηρατήρ] 1. θηρατικός* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηρατήριον εργαλείο θήρας, κυνηγιού … Dictionary of Greek
θηρατικαῖς — θηρᾱτικαῖς , θηρατικός given by the hunter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικαί — θηρᾱτικαί , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικοῖς — θηρᾱτικοῖς , θηρατικός given by the hunter masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικοί — θηρᾱτικοί , θηρατικός given by the hunter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικοῦ — θηρᾱτικοῦ , θηρατικός given by the hunter masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)