-
1 θηρόνομος
-
2 θηρονόμος
-
3 θηρο-νόμος
См. также в других словарях:
θηρονόμος — θηρονόμος, ον (Α) 1. (για όρος) αυτός που τρέφει ή έχει άγρια ζώα 2. (για τον θεό Πάνα) αυτός που βόσκει θηρία, ζώα 3. (για το μαστίγιο) αυτός με τον οποίο οδηγούνται τα ζώα ή γυμνάζονται θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + νόμος (< νέμω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
θηρονόμος — feeding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρονόμα — θηρονόμος feeding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρονόμε — θηρονόμος feeding masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρονόμου — θηρονόμος feeding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρονόμῳ — θηρονόμος feeding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… … Dictionary of Greek