-
1 θηριοκτόνος
θηριο-κτόνος, ον,=Aθηροκτόνος, φάρμακον Eust.1416.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριοκτόνος
См. также в других словарях:
θεοκτόνος — ο (AM θεοκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τον θεό («τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. θηριο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
θηριοκτόνος — θηριοκτόνος, ον (Μ) βλ. θηροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + κτονος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, εντομο κτόνος] … Dictionary of Greek
λαγοκτόνος — λαγοκτόνος, ὁ (Α) αυτός που σκοτώνει λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βρεφο κτόνος, θηριο κτόνος] … Dictionary of Greek