-
1 θηρεύση
θηρεύσηι, θήρευσιςhunting: fem dat sg (epic)θηράωhunt: pres part act fem dat sg (epic ionic)θηρεύωhunt: aor subj mid 2nd sgθηρεύωhunt: aor subj act 3rd sgθηρεύωhunt: fut ind mid 2nd sg -
2 θηρεύσῃ
θηρεύσηι, θήρευσιςhunting: fem dat sg (epic)θηράωhunt: pres part act fem dat sg (epic ionic)θηρεύωhunt: aor subj mid 2nd sgθηρεύωhunt: aor subj act 3rd sgθηρεύωhunt: fut ind mid 2nd sg -
3 ловля
-и, γεν. πλθ. -вель, δοτ. -влям θ.1.πιάσιμο, σύλληψη, τσάκωμα. || θήρευση, κυνήγι. || ψάρεμα, αλίευση.2. παλ. αλιευτικό μέρος.
См. также в других словарях:
θηρεύσῃ — θηρεύσηι , θήρευσις hunting fem dat sg (epic) θηράω hunt pres part act fem dat sg (epic ionic) θηρεύω hunt aor subj mid 2nd sg θηρεύω hunt aor subj act 3rd sg θηρεύω hunt fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
θηρευτές — Οργανισμοί που επιβιώνουν με τη θήρευση, δηλαδή με το κυνήγι και τη σύλληψη άλλων οργανισμών. Η ιδιότητα του θ. προϋποθέτει την ανάπτυξη μεγάλης ποικιλίας ειδικών προσαρμοστικών μηχανισμών, που επιτρέπουν στον επιτιθέμενο οργανισμό να προλάβει ή… … Dictionary of Greek