-
1 θηρευτήσιν
-
2 θηρευτῇσιν
-
3 θηρευτής
A hunter, used by Hom. (only in Il.) always as Adj., κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσιν hounds and huntsmen, Il.12.41;ἐν κυσὶ θηρευτῇσι 11.325
; soθ. ἄνδρες Hes.Sc. 303
, 388;κύνες Thgn.1254
, X.Ages.9.6: as Subst., Hdt.1.123, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 XXi14; of a fisher, Hdt.2.70; θ. πέρδιξ a decoy partridge, Arist.HA 614a10;θ. ἰξός
birdlime,AP
5.99.2 metaph.,θ. νέων καὶ πλουσίων Pl.Sph. 231d
, cf. Chor.p.67 B.;καλλίστων ὀνομάτων Ath.3.122c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρευτής
См. также в других словарях:
θηρευτῇσιν — θηρευτής hunter masc dat pl (epic ionic) θηρευτός fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτής — ο, θηλ. θηρεύτρια (ΑΜ θηρευτής, θηλ. θηρεύτρια) [θηρεύω] 1. κυνηγός 2. μτφ. αυτός που επιζητεί, που επιδιώκει επίμονα κάτι αρχ. 1. (στον Όμ. πάντοτε ως επίθ.) θηρευτικός, κυνηγετικός («ἐν κυσὶ θηρευτῇσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α. «θηρευτὴς ἰξός» η… … Dictionary of Greek