-
1 θηλάστρια
θηλ-άστρια, ἡ,A one who suckles, wet-nurse, S.Fr.98, Cratin.418, Eup.417.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηλάστρια
См. также в других словарях:
μεταφραστής — ο, θηλ. άστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) [μεταφράζω] 1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής 2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από… … Dictionary of Greek
αγοραστής — ο θηλ. άστρια αυτός που αγοράζει: Βρέθηκε αγοραστής για το σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασκευαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που ανασκευάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντεραστής — ο θηλ. άστρια αντίζηλος στον έρωτα: Μάλωσαν οι δυο τους, γιατί ήταν αντεραστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απεργοσπάστης — ο θηλ. άστρια εργάτης που σε καιρό απεργίας προσλαμβάνεται στη θέση απεργού ή εργάτης που δε συμμετέχει στην απεργία: Οι απεργοί δεν άφησαν τους απεργοσπάστες να δουλέψουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκωμιαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που εγκωμιάζει, ο υμνητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκβιαστής — ο θηλ. άστρια 1. αυτός που εκβιάζει, που με εκβιαστικά μέσα επιδιώκει ή πετυχαίνει κάτι. 2. αυτός που χρηματίζεται με εκβιασμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενοικιαστής — ο θηλ. άστρια που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με ενοίκιο, μισθωτής, νοικάρης, νοικάτορας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξεταστής — ο θηλ. άστρια 1. αυτός που εξετάζει, που κάνει εξέταση (σπουδαστών). 2. αυτός που ελέγχει τους άλλους, ελεγκτής: Εξεταστή σε βάλανε για το τι κάνω εγώ; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξουσιαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που εξουσιάζει, που έχει εξουσία σε κάτι (πρόσωπο ή πράγμα), άρχοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εορταστής — ο θηλ. άστρια ο πανηγυριστής, ο πανηγυριώτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)