-
1 θηλυφανης
См. также в других словарях:
θηλυφανής — θηλυφανής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φανής (< φαίνω), πρβλ. ευλογο φανής, οφθαλμο φανής] … Dictionary of Greek
1 θηλυφανης
θηλυφανής — θηλυφανής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φανής (< φαίνω), πρβλ. ευλογο φανής, οφθαλμο φανής] … Dictionary of Greek