-
1 θηλυκος
31) женский, женского пола(σῶμα, ζῴδια Sext.)
2) женственный(γυναῖκες Arst.)
3) женоподобный(τῶν ἀρρένων ἔνια Arst.)
4) грам. женского рода -
2 θηλυκός
-
3 θηλυκός
[тиликос] επ женского пола. -
4 θήλυς
См. также в других словарях:
θηλυκός — woman like masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκός — ή, ό και ός, ιά, ό (ΑΜ θηλυκός, ή, όν) [θήλυς] 1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλο που φέρει και αναπτύσσει τα γονιμοποιούμενα αναπαραγωγικά κύτταρα, ο θήλυς 2. γραμμ. αυτός που αναφέρεται στο θηλυκό γένος (α. «θηλυκό όνομα» ουσιαστικό … Dictionary of Greek
θηλυκός, -ιά, -ό — 1. αυτός που είναι θηλυκού γένους (αντίθ. αρσενικός): Θηλυκιά αλεπού. – Θηλυκός αϊτός. 2. γόνιμος, δημιουργικός: Θηλυκό μυαλό. 3. εργαλείο που έχει κοιλότητα, οπή, όπου μπαίνει αντίστοιχη προεξοχή άλλου εργαλείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θηλυκά — θηλυκός woman like neut nom/voc/acc pl θηλυκά̱ , θηλυκός woman like fem nom/voc/acc dual θηλυκά̱ , θηλυκός woman like fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκώτερον — θηλυκός woman like adverbial comp θηλυκός woman like masc acc comp sg θηλυκός woman like neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκῶν — θηλυκός woman like fem gen pl θηλυκός woman like masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκόν — θηλυκός woman like masc acc sg θηλυκός woman like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκώτατα — θηλυκός woman like adverbial superl θηλυκός woman like neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκαῖς — θηλυκός woman like fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκαί — θηλυκός woman like fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκοῖς — θηλυκός woman like masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)