Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θηλύφρων

См. также в других словарях:

  • θηλύφρων — effeminate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύφρων — ον (Α θηλύφρων, ον) αυτός που σκέπτεται σαν γυναίκα, θηλυπρεπής, θηλυδρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, εχέ φρων] …   Dictionary of Greek

  • θηλύφρονα — θηλύφρων effeminate neut nom/voc/acc pl θηλύφρων effeminate masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύφρονας — θηλύφρων effeminate masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύφρονι — θηλύφρων effeminate dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύφρονος — θηλύφρων effeminate gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»