-
1 θηλυκρατης
См. также в других словарях:
θηλυκρατής — θηλυκρατής, ές (Α) αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («θηλυκρατής έρως», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + κρατής (< κράτος), πρβλ. α κρατής, εγ κρατής] … Dictionary of Greek
1 θηλυκρατης
θηλυκρατής — θηλυκρατής, ές (Α) αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («θηλυκρατής έρως», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + κρατής (< κράτος), πρβλ. α κρατής, εγ κρατής] … Dictionary of Greek