Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

θηλάζω

  • 1 кормить

    кормить τρέφω, ταγίζω \кормить грудью θηλάζω
    * * *
    τρέφω, ταγίζω

    корми́ть гру́дью — θηλάζω

    Русско-греческий словарь > кормить

  • 2 грудь

    -и, προθτ. о -и, в -и, на -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. στήθος, στέρνο• θώρακας.
    2. μαστός, βυζί, στήθος•

    кормить -ью θηλάζω, βυζαίνω•

    дать грудь ребенку θηλάζω το βρέφος•

    отнять от -и αποθηλάζω, ξεκόβω.

    3. επιστήθιο υποκαμίσου, η μπροστινή.
    εκφρ.
    грудь с -ью ή грудь на грудь биться, сражаться – στήθος με στήθος, σώμα με σώμα χτυπιέμαι, μάχομαι•
    - ью проложить себе дорогу – με το στήθος ανοίγω δρόμο, βάζω στήθος (υπερνικώ μεγάλες δυσκολίες)•
    стоять (стать, в стать) -ью – προβάλλω, Ιπροτείνω•τό στήθος (μαχόμενος, υποστηρίζοντας).

    Большой русско-греческий словарь > грудь

  • 3 прокормить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. кормить (2 σημ.).
    2. ξοδεύω, τελειώνω την τροφή.
    3. θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    ребнка целый час θηλάζω το βρέφος μια ολόκληρη ώρα.

    συντηρούμαι, τρέφομαι, σιτίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > прокормить

  • 4 вскармливать

    вскармливать
    несов τρέφω, θρέφω, ἀνατρέφω:
    \вскармливать грудью θηλάζω, γαλουχώ.

    Русско-новогреческий словарь > вскармливать

  • 5 выкармливать

    выкармливать
    несов τρέφω, θρέφω, μεγαλώνω (о животных)/ θηλάζω, γαλουχώ, βυζαίνω (грудью).

    Русско-новогреческий словарь > выкармливать

  • 6 грудь

    груд||ь
    ж
    1. τό στήθος / ὁ θώρακας [-αξ] (грудная клетка):
    дышать полной \грудьью παίρνω βαθειά ἀνάσα, ἀναπνέω βαθειά· бить себя в \грудь прям., перен χτυπιέμαι, στηθοκοπιέμαι, στηθοδέρνομαι·
    2. (женская) τό στήθος, τό βυζί, ὁ μαστός:
    кормить \грудьью θηλάζω, βυζάνω· отнимать от \грудьй ἀποθηλάζω, ξεκόβω ἀπ' τό βυζί· ◊ стоять \грудьью за кого-л., что-л. προβάλλω τό στήθος μου (или προτάσσω τά στήθη μου) γιά νά ὑπερασπίσω κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > грудь

  • 7 кормить

    корм||и́ть
    несов
    1. (питать) τρέφω, θρέφω, σιτίζω/ ταγίζω, ταίζω (чаще животных):
    \кормить досыта ταίζω χορταστικά· \кормить на убой разг τρέφω γιά σφάξιμο·
    2. (грудью) θηλαζω, γαλουχώ, βυζαίνω·
    3. (содержать) διατρέφω, συντηρώ, διατηρώ:
    \кормить всю семью συντηρώ ὀλη τή οἰκο-γένεια· ◊ \кормить обещаниями τρέφω μέ ὑποσχέσεις· соловья ба́снями не кормят погов. νηστικό ἀρκοϋδι δέν χορεύει.

    Русско-новогреческий словарь > кормить

  • 8 сосать

    сосать
    несов ἐκμυζώ, πιπιλίζω:
    \сосать грудь θηλάζω, βυζαίνω· ◊ у меня сосет под ложечкой αίσθάνομαι δάγκωμα στό στομάχι.

    Русско-новогреческий словарь > сосать

  • 9 выкормить

    -млю, -мишь ρ.σ.μ.
    1. τρέφω, διατηρώ, συντηρώ, κρατώ, μεγαλώνω. || θηλάζω, βυζαίνω.
    2. ταίζω καλά.
    ταΐζομαι καλά, χορταίνω.

    Большой русско-греческий словарь > выкормить

  • 10 кормить

    кормлю, кормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кормленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. τρέφω, θρέφω, ταΐζω, σιτίζω•

    кормить лошадей ταΐζω τ άλογα•

    кормить с рук собаку ταΐζω το σκυλί στο χέρι•

    кормить свинью на убой τρέφω γουρούνι για σφάζιμο•

    кормить сотно (досыта) τρέφω χορταστικά, καλοθρέφω•

    кормить больного ταΐζω τον άρρωστο•

    кормить ребёнка с ложки ταΐζω το παιδάκι με το κουτάλι.

    || θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ•

    кормить грудью βυζαίνω•

    сука -ла щенят η σκύλα βύζανε τα κουταβάκια.

    2. συντηρώ, διατηρώ, ζω•

    он -ил всю семьи αυτός ζούσε όλη την οικογένεια•

    дети обязаны кормить своих родителей в случае нужды τα παιδιά έχουν υποχρέωση να συντηρήσουν τους γονείς τους σε περίπτωση ανάγκης.

    εκφρ.
    кормить вшей (клопов) – (απλ.) τον τρώνε οι ψείρες (βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση)•
    кормить обещаниями – υπόσχομαι, δίνω υποσχέσεις•
    хлебом не -и кого – σ αυτόν δε χρειάζονται υποδείξεις, δός του μόνο δουλειά.
    τρέφομαι• συντηρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. корова -лась на лугу η αγελάδα βοσκούσε στο λιβάδι•

    кормить своим трудом συντηρούμαι (ζω) με τη δουλειά μου.

    Большой русско-греческий словарь > кормить

  • 11 сосать

    сосу, сосёшь-ρ.δ.μ.
    1. βυζαίνω•

    ребнок сост молоко το βρέφος βυζαίνει γάλα.

    || γλείφω, πιπιλίζω•

    сосать конфету πιπιλίζω την καραμέλα.

    || μτφ. μυζώ, απομυζώ•

    сосать палец βυζαίνω το δάχτυλο.

    || ρουφώ•

    сосать чай ρουφώ το τσάι.

    || πίνω•

    пиявка сосёт кровь η βδέλλα πίνει (ρουφά) το αίμα.

    2. (για φυτά, ρίζες) εκμυζώ. || αποσπώ χρήματα επιτήδεια.
    3. κόβει η λόρδα, πονά το στομάχι από την πείνα, εξάντληση.
    4. μτφ. βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω•

    тоска сост сердце η θλίψη μου τρώει την καρδιά.

    1. βυζαίνω, θηλάζω.
    2. εκμυζούμαι• απομυζούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сосать

См. также в других словарях:

  • θηλάζω — suckle pres subj act 1st sg θηλάζω suckle pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλάζω — θηλάζω, θήλασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • θηλάζω — θήλασα, θηλασμένος 1. μτβ., δίνω γάλα από τους μαστούς μου: Θηλάζω το μωρό. 2. αμτβ., ρουφώ γάλα από τους μαστούς, βυζαίνω: Έγινε δύο χρονών και θηλάζει ακόμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηλᾶν — θηλάζω suckle fut part act masc voc sg (doric aeolic) θηλάζω suckle fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θηλάζω suckle fut part act masc nom sg (doric aeolic) θηλάζω suckle fut inf act θηλή teat fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλάζετε — θηλάζω suckle pres imperat act 2nd pl θηλάζω suckle pres ind act 2nd pl θηλάζω suckle imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλάζῃ — θηλάζω suckle pres subj mp 2nd sg θηλάζω suckle pres ind mp 2nd sg θηλάζω suckle pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλάσει — θηλάζω suckle aor subj act 3rd sg (epic) θηλάζω suckle fut ind mid 2nd sg θηλάζω suckle fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλάσουσι — θηλάζω suckle aor subj act 3rd pl (epic) θηλάζω suckle fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θηλάζω suckle fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλάσσω — θηλάζω suckle aor subj act 1st sg θηλάζω suckle fut ind act 1st sg (epic) θηλάζω suckle aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλάσω — θηλάζω suckle aor subj act 1st sg θηλάζω suckle fut ind act 1st sg θηλάζω suckle aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»