-
1 кормить
-
2 грудь
-и, προθτ. о -и, в -и, на -и, γεν. πλθ. -ей θ.1. στήθος, στέρνο• θώρακας.2. μαστός, βυζί, στήθος•кормить -ью θηλάζω, βυζαίνω•
дать грудь ребенку θηλάζω το βρέφος•
отнять от -и αποθηλάζω, ξεκόβω.
3. επιστήθιο υποκαμίσου, η μπροστινή.εκφρ.грудь с -ью ή грудь на грудь биться, сражаться – στήθος με στήθος, σώμα με σώμα χτυπιέμαι, μάχομαι•- ью проложить себе дорогу – με το στήθος ανοίγω δρόμο, βάζω στήθος (υπερνικώ μεγάλες δυσκολίες)•стоять (стать, в стать) -ью – προβάλλω, Ιπροτείνω•τό στήθος (μαχόμενος, υποστηρίζοντας). -
3 прокормить
ρ.σ.μ.1. βλ. кормить (2 σημ.).2. ξοδεύω, τελειώνω την τροφή.3. θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ (για ένα χρον. διάστημα)•ребнка целый час θηλάζω το βρέφος μια ολόκληρη ώρα.
συντηρούμαι, τρέφομαι, σιτίζομαι. -
4 вскармливать
вскармливатьнесов τρέφω, θρέφω, ἀνατρέφω:\вскармливать грудью θηλάζω, γαλουχώ. -
5 выкармливать
выкармливатьнесов τρέφω, θρέφω, μεγαλώνω (о животных)/ θηλάζω, γαλουχώ, βυζαίνω (грудью). -
6 грудь
груд||ьж1. τό στήθος / ὁ θώρακας [-αξ] (грудная клетка):дышать полной \грудьью παίρνω βαθειά ἀνάσα, ἀναπνέω βαθειά· бить себя в \грудь прям., перен χτυπιέμαι, στηθοκοπιέμαι, στηθοδέρνομαι·2. (женская) τό στήθος, τό βυζί, ὁ μαστός:кормить \грудьью θηλάζω, βυζάνω· отнимать от \грудьй ἀποθηλάζω, ξεκόβω ἀπ' τό βυζί· ◊ стоять \грудьью за кого-л., что-л. προβάλλω τό στήθος μου (или προτάσσω τά στήθη μου) γιά νά ὑπερασπίσω κάτι. -
7 кормить
корм||и́тьнесов1. (питать) τρέφω, θρέφω, σιτίζω/ ταγίζω, ταίζω (чаще животных):\кормить досыта ταίζω χορταστικά· \кормить на убой разг τρέφω γιά σφάξιμο·2. (грудью) θηλαζω, γαλουχώ, βυζαίνω·3. (содержать) διατρέφω, συντηρώ, διατηρώ:\кормить всю семью συντηρώ ὀλη τή οἰκο-γένεια· ◊ \кормить обещаниями τρέφω μέ ὑποσχέσεις· соловья ба́снями не кормят погов. νηστικό ἀρκοϋδι δέν χορεύει. -
8 сосать
сосатьнесов ἐκμυζώ, πιπιλίζω:\сосать грудь θηλάζω, βυζαίνω· ◊ у меня сосет под ложечкой αίσθάνομαι δάγκωμα στό στομάχι. -
9 выкормить
-млю, -мишь ρ.σ.μ.1. τρέφω, διατηρώ, συντηρώ, κρατώ, μεγαλώνω. || θηλάζω, βυζαίνω.2. ταίζω καλά.ταΐζομαι καλά, χορταίνω. -
10 кормить
кормлю, кормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кормленный, βρ: -лен, -а, -оρ.δ. μ.1. τρέφω, θρέφω, ταΐζω, σιτίζω•кормить лошадей ταΐζω τ άλογα•
кормить с рук собаку ταΐζω το σκυλί στο χέρι•
кормить свинью на убой τρέφω γουρούνι για σφάζιμο•
кормить сотно (досыта) τρέφω χορταστικά, καλοθρέφω•
кормить больного ταΐζω τον άρρωστο•
кормить ребёнка с ложки ταΐζω το παιδάκι με το κουτάλι.
|| θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ•кормить грудью βυζαίνω•
сука -ла щенят η σκύλα βύζανε τα κουταβάκια.
2. συντηρώ, διατηρώ, ζω•он -ил всю семьи αυτός ζούσε όλη την οικογένεια•
дети обязаны кормить своих родителей в случае нужды τα παιδιά έχουν υποχρέωση να συντηρήσουν τους γονείς τους σε περίπτωση ανάγκης.
εκφρ.кормить вшей (клопов) – (απλ.) τον τρώνε οι ψείρες (βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση)•кормить обещаниями – υπόσχομαι, δίνω υποσχέσεις•хлебом не -и кого – σ αυτόν δε χρειάζονται υποδείξεις, δός του μόνο δουλειά.τρέφομαι• συντηρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. корова -лась на лугу η αγελάδα βοσκούσε στο λιβάδι•кормить своим трудом συντηρούμαι (ζω) με τη δουλειά μου.
-
11 сосать
сосу, сосёшь-ρ.δ.μ.1. βυζαίνω•ребнок сост молоко το βρέφος βυζαίνει γάλα.
|| γλείφω, πιπιλίζω•сосать конфету πιπιλίζω την καραμέλα.
|| μτφ. μυζώ, απομυζώ•сосать палец βυζαίνω το δάχτυλο.
|| ρουφώ•сосать чай ρουφώ το τσάι.
|| πίνω•пиявка сосёт кровь η βδέλλα πίνει (ρουφά) το αίμα.
2. (για φυτά, ρίζες) εκμυζώ. || αποσπώ χρήματα επιτήδεια.3. κόβει η λόρδα, πονά το στομάχι από την πείνα, εξάντληση.4. μτφ. βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω•тоска сост сердце η θλίψη μου τρώει την καρδιά.
1. βυζαίνω, θηλάζω.2. εκμυζούμαι• απομυζούμαι.
См. также в других словарях:
θηλάζω — suckle pres subj act 1st sg θηλάζω suckle pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλάζω — θηλάζω, θήλασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… … Dictionary of Greek
θηλάζω — θήλασα, θηλασμένος 1. μτβ., δίνω γάλα από τους μαστούς μου: Θηλάζω το μωρό. 2. αμτβ., ρουφώ γάλα από τους μαστούς, βυζαίνω: Έγινε δύο χρονών και θηλάζει ακόμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θηλᾶν — θηλάζω suckle fut part act masc voc sg (doric aeolic) θηλάζω suckle fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θηλάζω suckle fut part act masc nom sg (doric aeolic) θηλάζω suckle fut inf act θηλή teat fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλάζετε — θηλάζω suckle pres imperat act 2nd pl θηλάζω suckle pres ind act 2nd pl θηλάζω suckle imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλάζῃ — θηλάζω suckle pres subj mp 2nd sg θηλάζω suckle pres ind mp 2nd sg θηλάζω suckle pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλάσει — θηλάζω suckle aor subj act 3rd sg (epic) θηλάζω suckle fut ind mid 2nd sg θηλάζω suckle fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλάσουσι — θηλάζω suckle aor subj act 3rd pl (epic) θηλάζω suckle fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θηλάζω suckle fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλάσσω — θηλάζω suckle aor subj act 1st sg θηλάζω suckle fut ind act 1st sg (epic) θηλάζω suckle aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλάσω — θηλάζω suckle aor subj act 1st sg θηλάζω suckle fut ind act 1st sg θηλάζω suckle aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)