-
1 θηεομαι
-
2 εθηευντο...
-
3 θαειτο
-
4 θαεομαι
-
5 θηευντο
-
6 θηητος
-
7 θηοιο
-
8 θησαιατο
-
9 θαομαι
I(только inf. praes. θῆσθαι, aor. θησάμην)1) сосать(γυναῖκά τε μαζόν Hom.)
2) кормить грудью(Ἀπόλλωνα HH.)
3) доить, выдаивать(γάλα Hom.)
II(см. тж. θεάομαι и θηέομαι)(fut. θήσομαι; inf. aor. θήσασθαι - дор. θάσασθαι)
1) глядеть, взиратьθᾶσθε (= θεᾶσθε) τοῦδε τὰς ἀπιστίας! Arph. — смотрите, какая у него недоверчивость!
2) глядеть с восхищением, восторгаться -
10 θεαομαι
эп.-ион. θηέομαι, дор. θᾱέομαι (fut. θεάσομαι, aor. ἐθεᾱσάμην)1) смотреть, глядеть, разглядывать(μέγα ἔργον Hom.)
τὸν πάντες λαοὴ ἐπερχόμενον θηεῦντο Hom. — все (с удивлением) глядели на приближающегося (Телемаха);ζητεῖν τεθεᾶσθαί τι Arph. — стараться взглянуть на (увидеть) что-л.;ἐλπίζω θεάσασθαι ὑμᾶς NT. — надеюсь свидеться с вами2) быть зрителем, осматривать, обозреватьθ. τὸν πόλεμον Her. — быть свидетелем военных действий;
θ. τὸ στράτευμα Xen. — делать смотр войску;τέν θέσιν τῆς πόλεως θ. Thuc. — обследовать (разведать) положение города;οἱ θεώμενοι Arph. — зрители (преимущ. в театре)3) созерцать(τὸ ἀληθές Plat.)
4) рассматривать, подвергать рассмотрению(τὰ ὀνόματα Plat.)
См. также в других словарях:
θηέομαι — (Α) ιων. τ. βλ. θεώμαι … Dictionary of Greek
θαέομαι — (Α) (δωρ. τ.) θεάομαι, ώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού θηέομαι, ιων. τ. τού θεά ομαι, ώμαι, (βλ. λ. θέα)) … Dictionary of Greek
θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β … Dictionary of Greek
θηήτωρ — θηήτωρ, ὁ (Α) [θηέομαι] (ποιητ. τ.) βλ. θηητήρ … Dictionary of Greek
θηητήρ — θηητήρ, ος ὁ (Α) [θηέομαι] αυτός που βλέπει με θαυμασμό κάτι («θηητὴρ τόξων») … Dictionary of Greek
θηητής — θηητής, ὁ (Α) [θηέομαι] ο θεωρός … Dictionary of Greek
θηητός — θηητός, ή, όν ιων. τ., θαητός, ή, όν δωρ. τ. (Α) [θηέομαι] αυτός ο οποίος προκαλεί θαυμασμό ή έκπληξη σε όποιον τόν βλέπει … Dictionary of Greek
πανθηής — ές, Α αυτός που τόν βλέπουν όλοι, ορατός από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηής (< θηέομαι, ιων. τ. του θεῶμαι «βλέπω», πρβλ. θηη τός θηη τήρ, απρμφ. αορ. θηή σασθαι)] … Dictionary of Greek
dhei̯ǝ- : dhi̯ā- : dhī- — dhei̯ǝ : dhi̯ā : dhī English meaning: to see, show Deutsche Übersetzung: ‘sehen, schauen” Material: O.Ind. ádīdhēt “ he looked “, pl. dīdhimaḥ , Med. dī dhyē, ádīdhīta, Konj. dīdhayat (perhaps converted to present perf., compare… … Proto-Indo-European etymological dictionary