-
1 θηγάνεος
-
2 θηγάνεος
-
3 θηγαλέος
II [voice] Act., sharpening, c. gen. rei, ib.6.68 (Jul. Aegypt.):—also [full] θηγάνεος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηγαλέος
См. также в других словарях:
θαγάνεος — θαγάνεος, ον (Α) κοφτερός, οξύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αντί *θηγάνεος (< θηγάνη ή θήγανον «πέτρα τού ακονίσματος» < θήγω «ακονίζω»] … Dictionary of Greek