-
1 θεᾱτρο-πώλης
θεᾱτρο-πώλης, ὁ, Theaterpächter, Ar. bei Poll. 7, 199.
-
2 θεατροπώλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεατροπώλης
-
3 θεᾱτροπώλης
θεᾱτρο-πώλης, ὁ, Theaterpächter -
4 θεατροπωλης
См. также в других словарях:
θεατροπώλης — θεατροπώλης, ου, ό (Α) αυτός που πουλά θέσεις στο θέατρο, αυτός που αναλαμβάνει τη συντήρηση τού θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντο πώλης. παντο πώλης] … Dictionary of Greek