-
1 θεᾱτικός
-
2 θεᾱτικός
См. также в других словарях:
θεατικός — θεατικός, ή, όν (Α) [θεατής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θεάσθαι, στην όραση, στην παρατήρηση («δύναμις θεατικὴ τινῶν» η δύναμη μερικών στο να παρατηρούν, να βλέπουν, Αρρ.) … Dictionary of Greek
θεατικῆς — θεατικός for seeing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατικήν — θεατικός for seeing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)