Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θεᾱροδόκος

См. также в других словарях:

  • θεαροδόκος — θεαροδόκος, ον (Α) δωρ. τ. τού θεωροδόκος* …   Dictionary of Greek

  • θεωροδόκος — και θεαροδόκος και θεουροδόκος, ον (Α) 1. πολίτης που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα 2. πολίτης που υποδέχεται τους θεωρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»