-
1 θεαροδόκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεαροδόκος
-
2 θεωρόδοκος
θεωρόδοκ-ος, [dialect] Dor. and Arc. [full] θεᾱροδόκος, Thess. [pref] θεουρο- Inscr.Magn.26, Corc. [pref] θιᾱρο- ib.44: ὁ:—A one who receives the θεωροί, IG 4.727 (Hermione, iv B.C.), 5(2).389 ([place name] Lusi), SIG608.7 (Delph., ii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεωρόδοκος
См. также в других словарях:
θεαροδόκος — θεαροδόκος, ον (Α) δωρ. τ. τού θεωροδόκος* … Dictionary of Greek
θεωροδόκος — και θεαροδόκος και θεουροδόκος, ον (Α) 1. πολίτης που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα 2. πολίτης που υποδέχεται τους θεωρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος] … Dictionary of Greek