-
1 θεώρημα
θεώρημα, τό, das Angeschaute, Betrachtete, Schauspiel; περὶ τῶν ϑεωρημάτων καὶ τῶν ἀκροαμάτων Ath. XII, 545 f; Plat. sagt Legg. XII, 953 a sogar ὅσα τε Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται ϑεωρήματα; vgl. Dem. 18, 68. – Gew. übertr., das geistig Angeschau'te, Betrachtete, Untersuchte, Arist. Eth. Nic. 10, 4, 10 u. Folgde, die Untersuchung, σχολῆς δεῖται τὸ ϑ. Plut. de mus. 2. Bes. ein durch Untersuchung gefundener u. begründeter Satz, bei den Mathem. Lehrsatz, übh. Regel in Kunst u. Wissenschaft, ϑεώρημα ἁπλοῦν περὶ τὰς παρεμβολάς, einfache Regel oder Vorschrift, Pol. 6, 26, 10, öfter, wie Sp.; τὰ ϑεωρήματα die Künste u. Wissenschaften selbst, Pol. 10, 47, 12.
-
2 θεώρημα
θεώρημα, τό, das Angeschaute, Betrachtete, Schauspiel. Gew. übertr., das geistig Angeschaute, Betrachtete, Untersuchte; die Untersuchung. Bes. ein durch Untersuchung gefundener u. begründeter Satz, bei den Mathem. Lehrsatz, übh. Regel in Kunst u. Wissenschaft, ϑεώρημα ἁπλοῦν περὶ τὰς παρεμβολάς, einfache Regel oder Vorschrift; τὰ ϑεωρήματα die Künste u. Wissenschaften selbst -
3 theorema
-
4 γεω-μετρικός
γεω-μετρικός, ή, όν, zum Land-, Feldmessen gehörig; ἡ γ., sc. τέχνη, Geometrie, Feldmeßkunst, Plat. Gorg. 450 d u. öfter; ὁ γ., der in der Geometrie erfahren ist, Theaet. 145 a u. öfter; auch Sp., wie Plut. Marcell. 17; γεωμετρικώτατον ϑεώρημα Symp. 8, 2, 4. – Adv., auf geometrische Art, Cic. Att. 12, 5.
-
5 θεωρημάτιον
θεωρημάτιον, τό, dim. von ϑεώρημα, kleiner Lehrsatz, Vorschrift, Arr. Epict. 2, 21, 17.
-
6 theorema
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > theorema
См. также в других словарях:
θεώρημα — sight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεώρημα — το, ατος πρόταση στα μαθηματικά που χρειάζεται να αποδειχτεί η αλήθεια της: Το θεώρημα των τριών καθέτων. – Πυθαγόρειο θεώρημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεώρημα — (Μαθημ.). Πρόταση του τύπου: αν ισχύει Α, τότε θα ισχύει Β. Το Α χαρακτηρίζεται ως υπόθεση και το Β ως συμπέρασμα του θ. Η μετάβαση από την υπόθεση στο συμπέρασμα γίνεται με την απόδειξη. Η απόδειξη στηρίζεται στην υπόθεση, σε άλλα (ενδεχομένως)… … Dictionary of Greek
Accipe a me καθολικὸν θεώρημα: Nemo unquam, nec poëta, nec orator fuit, qui quemque meliorem se arbi… — Accipe a me καθολικὸν θεώρημα: Nemo unquam, nec poëta, nec orator fuit, qui quemque meliorem se arbitretur. См. Всякому свое мило … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θεωρημάτων — θεώρημα sight neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρήμασι — θεώρημα sight neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρήμασιν — θεώρημα sight neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρήματα — θεώρημα sight neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρήματι — θεώρημα sight neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρήματος — θεώρημα sight neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… … Dictionary of Greek