Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

θεό-γρᾰφος

См. также в других словарях:

  • θεόγραφος — θεόγραφος, ον (AM) ο γραμμένος ή ζωγραφισμένος από τον θεό, ο θεόγραπτος. επίρρ... θεογράφως (Μ) σαν να τό είχε γράψει ο ίδιος ο θεός («τό Σεπτόν Σύμβολον oἱ σεπτοὶ πατέρες θεογράφως διεχάραξαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γραφος (< γράφω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • θεογράφος — θεογράφος, ον (Μ) αυτός που γράφει για τον,θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γράφος (< γράφω), πρβλ. ζωγράφος κακο γράφος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»