-
1 θεογραφος
См. также в других словарях:
θεόγραφος — θεόγραφος, ον (AM) ο γραμμένος ή ζωγραφισμένος από τον θεό, ο θεόγραπτος. επίρρ... θεογράφως (Μ) σαν να τό είχε γράψει ο ίδιος ο θεός («τό Σεπτόν Σύμβολον oἱ σεπτοὶ πατέρες θεογράφως διεχάραξαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γραφος (< γράφω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
θεογράφος — θεογράφος, ον (Μ) αυτός που γράφει για τον,θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γράφος (< γράφω), πρβλ. ζωγράφος κακο γράφος] … Dictionary of Greek