Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θεώριον

См. также в других словарях:

  • θεώριον — θεωρέω to be a imperf ind act 3rd pl (doric) θεωρέω to be a imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεώριος — και δωρ. τ. θεάριος, ον (ΑΜ) [θεωρός] το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον το θέαμα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεωρούς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον θέση για τους θεωρούς, θεωρείο 3. ως κύριο όν. ὁ Θεώριος επίθ. τού Απόλλωνος …   Dictionary of Greek

  • θεάριον — θεάριον, τὸ (Α) θέση, μέρος στο οποίο συγκεντρώνονταν οι θεωροί*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού θεώριον*] …   Dictionary of Greek

  • περιθώριο — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 940 μ.), στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., … κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»