-
1 θεώριον
θεώριον, τό, das Schauspiel, Sp. Neutr. zu
-
2 θεώριον
θεώριον, τό, das Schauspiel -
3 θεώριον
θεωρέωto be a: imperf ind act 3rd pl (doric)θεωρέωto be a: imperf ind act 1st sg (doric) -
4 θεάριον
-
5 θεάριον
II [full] θεάριος, ὁ, Doric epith. of Apollo as god of oracles, IG4.748.16 (Troezen, iv B.C.), Paus.2.31.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεάριον
-
6 θεώριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεώριος
См. также в других словарях:
θεώριον — θεωρέω to be a imperf ind act 3rd pl (doric) θεωρέω to be a imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεώριος — και δωρ. τ. θεάριος, ον (ΑΜ) [θεωρός] το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον το θέαμα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεωρούς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον θέση για τους θεωρούς, θεωρείο 3. ως κύριο όν. ὁ Θεώριος επίθ. τού Απόλλωνος … Dictionary of Greek
θεάριον — θεάριον, τὸ (Α) θέση, μέρος στο οποίο συγκεντρώνονταν οι θεωροί*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού θεώριον*] … Dictionary of Greek
περιθώριο — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 940 μ.), στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., … κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας … Dictionary of Greek