-
1 θεό-τρεπτος
θεό-τρεπτος, von Gott gewendet, Aesch. Pers. 871.
-
2 θεότρεπτος
См. также в других словарях:
θεότρεπτος — θεότρεπτος, ον (Α) αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη τροπή από τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τρεπτος (< τρέπω), πρβλ. ά τρεπτος, πολύ τρεπτος] … Dictionary of Greek