-
1 θεό-στεπτος
θεό-στεπτος, von Gott gekränzt, Sp.
-
2 θεόστεπτος,
θεό-στεπτος, u. θεο-στεφής, ές, von Gott gekränzt -
3 θεοστεφής
θεό-στεπτος, u. θεο-στεφής, ές, von Gott gekränzt
См. также в других словарях:
θεόστεπτος — θεόστεπτος, ον (AM, A ποιητ. τ. θειόστεπτος, ον) αυτός που στέφθηκε από θεό («τῶν θεοστέπτων αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, νεό στεπτος] … Dictionary of Greek