-
1 θεό-πομπος
θεό-πομπος, = ϑεόπεμπτος, τιμαί Pind. P. 4, 69.
См. также в других словарях:
θεόπομπος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (720 675 π.Χ.). Ήταν γιος του Νίκανδρου, από το γένος των Ευρυπωντιδών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα και σημαντικές μεταβολές στο… … Dictionary of Greek
παντόπομπος — ον, Μ αυτός που αποστέλλεται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + πομπος (< πέμπω), πρβλ. θεό πομπος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] … Dictionary of Greek
θειοπομπός — θειοπομπός, ό (Μ) ο σταλμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + πομπός (< πέμπω)] … Dictionary of Greek
σκεπός — ο, Ν 1. σκεπή 2. (για πρόσ. και κυρίως για τον Θεό) φύλακας και προστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τις λ. σκέπω, σκεπή, αναλογικά προς άλλες ομάδες ομόρριζων λέξεων (πρβλ. βόσκω: βοσκή: βοσκός, πέμπω: πομπή: πομπός, τρέφω: τροφή:… … Dictionary of Greek