Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

θεό-πομπος

См. также в других словарях:

  • θεόπομπος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (720 675 π.Χ.). Ήταν γιος του Νίκανδρου, από το γένος των Ευρυπωντιδών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα και σημαντικές μεταβολές στο… …   Dictionary of Greek

  • παντόπομπος — ον, Μ αυτός που αποστέλλεται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + πομπος (< πέμπω), πρβλ. θεό πομπος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • θειοπομπός — θειοπομπός, ό (Μ) ο σταλμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + πομπός (< πέμπω)] …   Dictionary of Greek

  • σκεπός — ο, Ν 1. σκεπή 2. (για πρόσ. και κυρίως για τον Θεό) φύλακας και προστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τις λ. σκέπω, σκεπή, αναλογικά προς άλλες ομάδες ομόρριζων λέξεων (πρβλ. βόσκω: βοσκή: βοσκός, πέμπω: πομπή: πομπός, τρέφω: τροφή:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»