-
1 θεό-κτητος
θεό-κτητος, von Gott erworben, Eust.
-
2 θεόκτητος
θεό-κτητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόκτητος
-
3 θεόκτητος
См. также в других словарях:
θεόκτητος — θεόκτητος, ον (Μ) αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος από θεό ή από θεϊκή εύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτητος (< κτώμαι), πρβλ. επί κτητος, ιδιό κτητος] … Dictionary of Greek
ιδιόκτητος — η, ο (ΑΜ ἰδιόκτητος, ον) αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική περιουσία («ιδιόκτητο μέγαρο») αρχ. αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος μόνος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κτητος (< κτητός < κτώμαι), πρβλ. δορί κτητος, θεό κτητος] … Dictionary of Greek