-
1 θεό-κριτος
θεό-κριτος, von Gott erwählt, Sp. Bei Dosiad. (XV, 26) für ϑεοκρίτης, Götterrichter, vom Paris.
-
2 θεόκριτος
θεό-κριτος, von Gott erwählt; ϑεοκρίτης, Götterrichter, vom Paris
См. также в других словарях:
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek